Ο Ζοχράν Μαμνάντι εμφανίζεται ως το πρόσωπο που συγκεντρώνει όλες τις αντιπαραθέσεις της προεκλογικής συγκυρίας: μουσουλμάνος, αριστερός και μη γηγενής Αμερικανός, προηγείται με σημαντική διαφορά στις δημοσκοπήσεις έναντι του Άντριου Κουόμο. Ο Ντόναλντ Τραμπ τον αποκαλεί «κομμουνιστή» και προειδοποιεί ότι η πόλη δεν θα λάβει ομοσπονδιακά κονδύλια εάν εκλεγεί, ενισχύοντας έτσι την προβολή του Μαμντάνι. «Ο αυτοαποκαλούμενος ‘Νεοϋορκέζος κομμουνιστής’ Ζοχράν Μαμντάνι, ο οποίος κατεβαίνει υποψήφιος για δήμαρχος της Νέας Υόρκης, θα αποδείξει ότι είναι ένα από τα καλύτερα πράγματα που έχουν συμβεί ποτέ στην υπέροχη Ρεπουμπλικανική παράταξή μας. Γιατί ο Μαμντάνι θα έχει τόσα προβλήματα με την Ουάσινγκτον, όσα κανένας άλλος δήμαρχος δεν είχε ποτέ στην ιστορία της κάποτε σπουδαίας πόλης μας. Θυμηθείτε ότι ο Μαμντάνι θα χρειαστεί τα δικά μου λεφτά, ως Προέδρου των ΗΠΑ, προκειμένου να εκπληρώσει όλες τις ΨΕΥΤΙΚΕΣ κομμουνιστικές υποσχέσεις του. Αλλά δεν θα πάρει μία, άρα ποιο είναι το νόημα το να τον ψηφίσει κανείς; Αυτή η ιδεολογία έχει αποτύχει και αποτυγχάνει πάντα, επί χιλιάδες χρόνια. Και θα αποτύχει για μία ακόμη φορά, αυτό είναι εγγυημένο. Πρόεδρο DJT».
Ο Μαμντάνι γεννήθηκε στην Καμπάλα της Ουγκάντας. Ο πατέρας του, Μαχμούντ Μαμντάνι, διδάσκει στο Κολούμπια και η μητέρα του είναι η σκηνοθέτις Μίρα Ναΐρ. Μετακόμισε στη Νέα Υόρκη σε ηλικία 7 ετών, φοίτησε στο Bronx High School of Science και στο Κολλέγιο Bowdoin, όπου δραστηριοποιήθηκε σε κινηματική δράση και ίδρυσε την ένωση «Φοιτητές για τη Δικαιοσύνη στην Παλαιστίνη». Εργάστηκε ως σύμβουλος στέγασης στο Κουίνς, εστιάζοντας στην αποφυγή κατασχέσεων για μικρούς ιδιοκτήτες, και το ζήτημα της στέγασης είναι κεντρικό στην καμπάνια του. Η σύντροφός του, Ράμα Ντουγουάτζι, είναι Αμερικανίδα συριακής καταγωγής και καλλιτέχνις. Ο Μαμντάνι προβάλλει τη θρησκευτική του ταυτότητα και επικεντρώνει την ομιλία του στα προβλήματα της επιβίωσης και της φτώχειας: «Η Νέα Υόρκη είναι μια πόλη όπου ένας στους τέσσερις κατοίκους ζει στη φτώχεια. Μια πόλη όπου 500.000 παιδιά πέφτουν κάθε βράδυ για ύπνο νηστικά». Αντίπαλοί του, όπως ο Άντριου Κουόμο, αμφισβητούν την ετοιμότητα και την εμπειρία του να διαχειριστεί ένα δήμο με πάνω από 300.000 δημοτικούς υπαλλήλους και προϋπολογισμό 115 δισ. δολαρίων.
Η ηθική ανάγνωση της υπόθεσης απαιτεί έμφαση στο καθήκον προς τους συνανθρώπους και στη σύλληψη κανόνων που μπορούν να γενικευτούν χωρίς να υπονομεύουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Οι δημόσιοι λειτουργοί και οι ψηφοφόροι οφείλουν να ενεργούν με σεβασμό ως προς το πρόσωπο του άλλου, να προτάσσουν την καταπολέμηση της φτώχειας και την πρόσβαση σε στέγαση ως υποχρέωση και όχι ως επικοινωνιακό εργαλείο, και να αποφεύγουν τη στοχοποίηση προκειμένου να εξυπηρετήσουν πολιτικές. Η κοινωνική πρόοδος απαιτεί αρχές που μπορούν να γίνουν καθολικοί κανόνες: έντιμη δημόσια συζήτηση, υπευθυνότητα στη διαχείριση κοινών αγαθών και περιβαλλοντική φροντίδα για το μέλλον των πόλεων και των πιο ευάλωτων πολιτών.