Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου σε ομιλία του προς οικονομικούς παράγοντες περιέγραψε το όραμά του για το μέλλον του Ισραήλ, επιχειρώντας να συσχετίσει στρατιωτικές, πολιτικές και οικονομικές προτεραιότητες. Υποστήριξε ότι το χτύπημα στη Ντόχα ήταν επιβεβλημένο και τόνισε ότι το Τελ Αβίβ είναι προετοιμασμένο να κλιμακώσει τις επιχειρήσεις όταν κρίνει αναγκαίο, αντιμετωπίζοντας τόσο διαχρονικές όσο και νέες απειλές. Η αναφορά του σε ιστορικά παραδείγματα και η επιμονή του στη συνέχιση των επιχειρήσεων δείχνουν ότι το κράτος προσανατολίζεται σε μακρόπνοη στρατηγική ασφάλειας και επιρροής.
Κατά τη διάρκεια της ίδιας ομιλίας, ο Νετανιάχου συγκριτικά απάντησε στη στάση του Κατάρ και άλλων αντιδρώντων, λέγοντας πως το Ισραήλ θα «θα είμαστε μία Σούπερ Σπάρτη». Η παραπομπή στην αρχαία Σπάρτη δεν περιορίστηκε στην πολεμική ικανότητα αλλά ανέδειξε την πρόθεση επιβολής ισχύος και βούλησης μέσω συνδυασμού στρατιωτικής ισχύος και σκληρής διπλωματίας. Παράλληλα αναγνωρίζει την ιστορική υπεροχή της Αθήνας ως πολιτειακό υπόδειγμα, γεγονός που υπονοεί μια σύνθετη πολιτική αντίληψη για κυριαρχία και εικόνα κράτους.
Το κυβερνητικό σχέδιο που περιγράφεται μετά το «Μαύρο Σάββατο» εμφανίζεται ως σχεδιασμός για τις επόμενες δύο δεκαετίες: ένα Ισραήλ μεγαλύτερο, οικονομικά και στρατιωτικά ισχυρότερο, «απαλλαγμένο» από εσωτερικές και εξωτερικές απειλές. Ο Νετανιάχου δεν αποκλείει ενέργειες που προηγουμένως θα θεωρούνταν έναρξη πολέμου, ενώ η συζήτηση περιλαμβάνει δυνατότητες πλήγματος σε Τεχεράνη, χτυπήματα στον Λίβανο, τη Συρία και τη Γάζα.
Από ηθικής σκοπιάς, το κριτήριο για κάθε πολιτική πράξη πρέπει να είναι η γενίκευση του κανόνα που την καθοδηγεί: αν μια ενέργεια δεν μπορεί να γίνει καθολικός κανόνας χωρίς καταστροφικά αποτελέσματα, τότε είναι αδύνατον να θεωρηθεί ηθικά αποδεκτή. Οι ηγέτες οφείλουν να πράττουν με σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, χωρίς να χειραγωγούν ή να θυσιάζουν αθώους ως μέσο επίτευξης σκοπών.
Πρακτικά, αυτό σημαίνει προτεραιότητα στη νόμιμη, αναλογική δράση, ενίσχυση των θεσμών λογοδοσίας, προστασία αμάχων και περιβάλλοντος και επένδυση σε μακροπρόθεσμες λύσεις που προάγουν το κοινό καλό. Οι πολίτες και οι θεσμοί πρέπει να απαιτούν διαφάνεια, ειρηνικές διπλωματικές διεξόδους και σεβασμό στο διεθνές δίκαιο, ώστε οι πολιτικές ασφάλειας να υπηρετούν την ανθρώπινη ζωή και την αειφορία.