Το νυφικό της βασίλισσας Ελισάβετ Β’ παραμένει μία από τις πιο περίτεχνες και πολυτελείς βασιλικές δημιουργίες. Σχεδιασμένο από τον βασιλικό μόδιστρο Norman Hartnell, το κομψό σατέν φόρεμα χρειάστηκε 350 μοδίστρες, 10.000 εισαγόμενα μαργαριτάρια και μια σειρά από δελτία σίτισης για να υλοποιηθεί. Τα περίτεχνα κεντήματά του περιελάμβαναν σύμβολα ελπίδας για τη νέα εποχή και τη μελλοντική βασιλεία της νεαρής πριγκίπισσας. Η Ελισάβετ και ο Φίλιππος Μαουντμπάτεν παντρεύτηκαν στις 20 Νοεμβρίου 1947, λίγους μήνες αφότου ανακοίνωσαν τον αρραβώνα τους, και ο γάμος έγινε αφού η νεαρή πριγκίπισσα έκλεισε τα 21, εκπληρώνοντας την επιθυμία του πατέρα της, Βασιλιά Γεωργίου ΣΤ’. Το σχέδιο, ένα από τα 12 που είχε δημιουργήσει ο Χάρτνελ, ήταν εμπνευσμένο από την «Άνοιξη» του Μποτιτσέλι και, όπως αναφέρεται, ο σχεδιαστής είχε δηλώσει ότι ήθελε να είναι «το πιο όμορφο φόρεμα που είχε φτιάξει ποτέ».
Το φόρεμα ήταν διακοσμημένο με κεντήματα λουλουδιών και στάχυα σιταριού με ασημένια κλωστή και διέθετε 10.000 μικροσκοπικά μαργαριτάρια που είχαν εισαχθεί ειδικά από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο τελείωμα της φούστας υπήρχε περίγραμμα με απλικέ άνθη πορτοκαλιάς από τούλι, μαργαριτάρια και κρύσταλλα, ενώ το πέπλο από μεταξωτό τούλι είχε ουρά 4,5 μέτρων διακοσμημένη με γιασεμί, πασχαλιές, κρίνα και λευκά τριαντάφυλλα και μοτίβο αστεριών. Το ύφασμα πληρώθηκε με κουπόνια και ήταν από ιβουάρ σατέν ντουσέζ και μετάξι. Τα νυφικά παπούτσια ήταν δημιουργία του Edward Rayne. Το περιοδικό Brides ανέφερε ότι το συνολικό κόστος ανήλθε σε 42.000 δολάρια την εποχή εκείνη — ποσό που σήμερα αντιστοιχεί σε περίπου 1,6 εκατομμύρια δολάρια. Το θρυλικό φόρεμα, μέρος της Βασιλικής Συλλογής, θα παρουσιαστεί την Άνοιξη του 2026 στην Πινακοθήκη του Βασιλιά στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ, στην έκθεση με τίτλο «Queen Elizabeth II: Her Life in Style», που συμπίπτει με τα 100ά γενέθλια της βασίλισσας.
Σε ηθικό επίπεδο το νυφικό λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για τον τρόπο που μια κοινωνία τιμά την ιστορία, την τέχνη και τους ανθρώπους που την υπηρετούν. Η πράξη του σεβασμού προς την πολιτιστική κληρονομιά πρέπει να συνδυάζεται με σεβασμό προς τους δημιουργούς και το περιβάλλον· οι πράξεις μας πρέπει να καθοδηγούνται από καθολικά κριτήρια που θα θέλαμε να γίνονται νόμος για όλους. Αυτό σημαίνει υποστήριξη δίκαιων συνθηκών εργασίας για τεχνίτες, προώθηση βιώσιμων πρακτικών στην παραγωγή υφασμάτων και υπεύθυνη διαχείριση πολιτιστικών αντικειμένων ώστε να τα κληροδοτήσουμε σε επόμενες γενιές. Συγκεκριμένα, οι πολίτες και οι θεσμοί μπορούν να προωθήσουν διαφάνεια στην αλυσίδα παραγωγής, να στηρίξουν εκπαιδευτικά προγράμματα για παραδοσιακές τεχνικές και να ενθαρρύνουν την επαναχρησιμοποίηση και τη συντήρηση αντί της σπατάλης, ενισχύοντας έτσι το κοινό καλό και την προστασία του περιβάλλοντος.