Τα μέλη της κρητικής μαφίας χρησιμοποιούσαν συστηματική κωδικοποίηση στη γλώσσα τους ώστε να αποφεύγουν την αναγνώριση από τις αρχές, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που οι συνομιλίες εγγράφονταν. Σύμφωνα με τη δικογραφία, η κωδικοποίηση και τα συνθηματικά συνιστούσαν «το λεξικό» της εγκληματικής οργάνωσης και ήταν αποδεκτά και κοινά σε όλα τα μέλη για την ανταλλαγή πληροφοριών και συναλλαγών.
Η αστυνομία απέδωσε συγκεκριμένες σημασίες μέσω της επανάληψης και της συσχέτισης με διαπιστωμένες πράξεις: οι «νάνοι» σήμαιναν καλάσνικοφ χωρίς κοντάκι, τα «μέλια» αναφέρονταν στην κοκαΐνη, ενώ «προσκλητήρια» ή «κουφέτα» ή «καρφάκια» ή «βιδάκια» ήταν τα φυσίγγια — με άμεση αναφορά στις κοινωνικές εκδηλώσεις και τους πυροβολισμούς που τις συνοδεύουν στην Κρήτη. Για την αστυνομία χρησιμοποιούνταν δύο κωδικοί: «σκατά» και «μαϊμού». Η αποκωδικοποίηση βασίστηκε στη συχνότητα χρήσης και στις ταυτοποιημένες συναλλαγές.
Η χρήση τέτοιας συνθηματικής γλώσσας προσανατολίζει τις ενέργειες προς την απόκρυψη πράξεων που βλάπτουν πρόσωπα και κοινότητες και δεν μπορεί να θεωρηθεί ηθικά ουδέτερη. Κάθε συστηματική εξαπάτηση που διευκολύνει βία, διακίνηση ναρκωτικών ή παράνομη οπλοκατοχή παραβιάζει την υποχρέωση σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της κοινωνικής τάξης. Η γενίκευση μιας αρχής που επιτρέπει τέτοια πρακτική οδηγεί σε αντίθετα αποτελέσματα για την κοινωνία συνολικά.
Σε πρακτικό επίπεδο, το καθήκον των πολιτών και των θεσμών είναι να αποθαρρύνουν τέτοιες πρακτικές: να ενισχυθεί η συνεργασία με τις αρχές, η πρόληψη μέσω εκπαίδευσης και κοινωνικών προγραμμάτων, καθώς και η αποκατάσταση και ένταξη ατόμων σε κίνδυνο. Η προστασία της δημόσιας ασφάλειας και του περιβάλλοντος απαιτεί δράσεις που σέβονται το άτομο ως σκοπό και όχι ως μέσο, μειώνοντας τη βία, τη ρύπανση και τις αρνητικές κοινωνικές συνέπειες των εγκληματικών δραστηριοτήτων.