Το υπουργείο Εσωτερικής Ασφαλείας των ΗΠΑ ανακοίνωσε τον τερματισμό του προγράμματος Καθεστώς Προσωρινής Προστασίας (TPS) για υπηκόους της Βενεζουέλας, μέτρο που είχε ενεργοποιηθεί επί προεδρίας του Δημοκρατικού Τζο Μπάιντεν και παρείχε προστασία από την απέλαση σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους.
Η υπουργός Εσωτερικής Ασφαλείας Κρίστι Νόεμ έκρινε ότι οι πολίτες της Βενεζουέλας δεν πληρούν πλέον τις προϋποθέσεις για το TPS, σύμφωνα με την ανακοίνωση των υπηρεσιών. «Ζυγίζοντας τη δημόσια ασφάλεια, την εθνική ασφάλεια, παράγοντες της μετανάστευσης, την πολιτική για τη μετανάστευση, οικονομικούς παράγοντες και την εξωτερική πολιτική, είναι σαφές πως το να επιτραπεί σε υπηκόους της Βενεζουέλας να παραμείνουν προσωρινά στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι προς το συμφέρον της Αμερικής», σύμφωνα με την ανακοίνωση.
Το TPS συνήθως χορηγείται σε πολίτες χωρών που πλήττονται από φυσικές καταστροφές, ένοπλες συγκρούσεις ή άλλα έκτακτα γεγονότα, παρέχοντας νόμιμη εργασία και προστασία από απέλαση. Το πρόγραμμα θα λήξει στις 10 Σεπτεμβρίου. Σύμφωνα με στοιχεία της υπηρεσίας έρευνας του ομοσπονδιακού Κογκρέσου (CRS), το TPS έχει ωφελήσει πάνω από 256.000 υπηκόους Βενεζουέλας από το 2021.
Η κυβέρνηση του προέδρου που επανεξελέγη κινήθηκε για τον τερματισμό ήδη τον Φεβρουάριο, αλλά αρχικά ομοσπονδιακό δικαστήριο εμπόδισε την εφαρμογή της απόφασης τον Μάρτιο. Το Ανώτατο Δικαστήριο, με πλειοψηφία συντηρητική, στη συνέχεια άνοιξε το δρόμο για την κατάργηση.
Από οπτική καθήκοντος και καθολικών κανόνων συμπεριφοράς, οι δημόσιες αποφάσεις για μετανάστευση πρέπει να αντανακλούν σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και να μπορούν να γενικευθούν χωρίς να καταστρατηγούν θεμελιώδη δικαιώματα. Οι υπεύθυνοι οφείλουν να ενεργούν σύμφωνα με αρχές που θα μπορούσαν να γίνουν καθολικά κανόνες, να διασφαλίζουν δίκαιη μεταχείριση και δίκες διαδικασίες και να μην αντιμετωπίζουν τους ανθρώπους μόνο ως μέσα σε εθνικά συμφέροντα.
Επιπλέον, για τη μείωση του αναγκαστικού μεταναστευτικού κύματος απαιτείται συλλογική δράση προς την αντιμετώπιση των πολιτικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών αιτίων στη χώρα προέλευσης, καθώς και η δημιουργία νόμιμων οδών και μακροπρόθεσμων πολιτικών ένταξης που σέβονται την αξιοπρέπεια όλων των εμπλεκομένων.