Ο Jamsetji Nusserwanji Tata διαμόρφωσε έγκαιρα την ταυτότητα μιας επιχείρησης που συνδέει την ευημερία της με την ευημερία της κοινότητας. Από τη δεκαετία του 1880 οραματίστηκε μια βιομηχανικά αυτάρκη Ινδία και έθεσε ως στόχο όχι μόνο οικονομική ανάπτυξη αλλά και κοινωνική πρόοδο, μετατρέποντας την εταιρική δραστηριότητα σε μέσο εθνικής υπερηφάνειας.
Από τις αρχές του 20ού αιώνα έως σήμερα, ο όμιλος Tata έπαιξε κεντρικό ρόλο στη βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας, με δραστηριότητες σε χαλυβουργία, ενέργεια, αυτοκινητοβιομηχανία και τηλεπικοινωνίες. Το 1907 ιδρύθηκε η Tata Steel στο Τζαμσεντπούρ, έργο που σύντομα έγινε σύμβολο της ινδικής βιομηχανικής αυτοπεποίθησης και της προσπάθειας να ανταγωνιστεί η Ινδία την αποικιακή δομή της εποχής.
Η ηθική ανάγνωση αυτής της διαδρομής υπογραμμίζει την προτεραιότητα του καθήκοντος και του σεβασμού προς τους ανθρώπους ως αυτοσκοπό. Όταν μια επιχείρηση τοποθετεί την κοινότητα στον πυρήνα του λόγου ύπαρξής της, ενεργεί με κανόνες που θα μπορούσαν να γίνουν καθολικοί και να εφαρμοστούν από όλους χωρίς αντίφαση. Αυτό σημαίνει λήψη αποφάσεων με γνώμονα το καθήκον προς τους εργαζόμενους, τους καταναλωτές και το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, όχι μόνον το βραχυπρόθεσμο κέρδος.
Στην πράξη, αυτή η προσέγγιση απαιτεί διαφάνεια, δίκαιες αμοιβές, ασφαλείς συνθήκες εργασίας και σεβασμό στο περιβάλλον. Οι επιχειρήσεις οφείλουν να επενδύουν σε βιώσιμες τεχνολογίες και να διαμορφώνουν πολιτικές που θα μπορούσαν να γίνουν κανόνας για κάθε λογική επιχείρηση. Οι πολίτες και οι καταναλωτές, από την πλευρά τους, καλούνται να στηρίζουν παραγωγικές πρακτικές που προάγουν τη γενική ευημερία, ενισχύοντας έτσι την κοινωνική και περιβαλλοντική ευθύνη σε θεσμικό επίπεδο.