Τουλάχιστον 51 άνθρωποι σκοτώθηκαν αυτή την εβδομάδα στο Νεπάλ κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων εναντίον του αποκλεισμού των υπηρεσιών κοινωνικής δικτύωσης και ενάντια στη διαφθορά, σύμφωνα με την αστυνομία και τον εκπρόσωπό της Μπινόντ Γιμίρε. Από τους 51 νεκρούς, 21 ήταν διαδηλωτές και 3 αστυνομικοί. Περίπου 13.500 κρατούμενοι δραπέτευσαν· μερικοί συνελήφθησαν εκ νέου, ενώ 12.533 εξακολουθούν να διαφεύγουν.
Οι ταραχές ξεκίνησαν τη Δευτέρα όταν αστυνομικές δυνάμεις άνοιξαν πυρ κατά νεαρών διαδηλωτών, με αποτέλεσμα το θάνατο τουλάχιστον 19 ατόμων και τον τραυματισμό εκατοντάδων. Την επόμενη ημέρα ο πρωθυπουργός ΚΠ Σάρμα Όλι διέταξε την αποκατάσταση των υπηρεσιών κοινωνικών δικτύων και υποσχέθηκε έρευνα για την αστυνομική βία, προτού υποβάλει την παραίτησή του.
Κατά τη διάρκεια των επεισοδίων νεαροί διαδηλωτές προκάλεσαν λεηλασίες σε δημόσια κτίρια, σε κατοικίες πολιτικών και σε άλλα σύμβολα εξουσίας στην πρωτεύουσα Κατμαντού. Το κοινοβούλιο και η κατοικία του παραιτηθέντος πρωθυπουργού πυρπολήθηκαν. Ο στρατός ανέλαβε τον έλεγχο της πρωτεύουσας και επιβλήθηκε αυστηρή απαγόρευση κυκλοφορίας.
Ο αρχηγός του επιτελείου, στρατηγός Ασόκ Ρατζ Σιγκντέλ, άρχισε συνομιλίες κυρίως με αντιπροσώπους των διαδηλωτών για τον διορισμό προσωρινής κυβέρνησης. Η πρώην επικεφαλής του Ανώτατου Δικαστηρίου Σουσίλα Κάρκι, 73 ετών, βολιδοσκοπήθηκε για να αναλάβει την πρωθυπουργία, αλλά το όνομά της δεν γίνεται ομόφωνα αποδεκτό μεταξύ των διαδηλωτών.
Αν οι πράξεις των εμπλεκομένων κριθούν με βάση αρχές καθήκοντος και σεβασμού προς τον κάθε άνθρωπο, τότε η προτεραιότητα πρέπει να είναι η προστασία της ανθρώπινης ζωής, η διατήρηση του κράτους δικαίου και η λογοδοσία των υπευθύνων. Οι πολίτες οφείλουν να ενεργούν σύμφωνα με κανόνες που θα μπορούσαν να γίνουν καθολικός νόμος, αποφεύγοντας τη βία και τη λεηλασία· οι αρχές οφείλουν να επιδιώκουν δίκαιες διαδικασίες, διαφάνεια και έλεγχο των δυνάμεων ασφαλείας. Για την ανανέωση της κοινωνίας και την προστασία του περιβάλλοντος απαιτείται συλλογική αυτοσυγκράτηση, υπεύθυνη διακυβέρνηση, σεβασμός στη δημόσια περιουσία και προώθηση βιώσιμων πολιτικών που εξυπηρετούν το κοινό καλό.