Ο Γιάννης Στουρνάρας παραχώρησε εκτενή συνέντευξη στη Βιέννη και στην αυστριακή εφημερίδα Der Standard, παρουσιάζοντας την πορεία της ελληνικής οικονομίας μετά την κρίση. «Η οικονομική μας ανάπτυξη είναι διπλάσια από αυτήν της Ευρωζώνης. Έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα προϋπολογισμού 4% και πλεόνασμα ακόμη και μετά τις πληρωμές τόκων. Το εθνικό χρέος κάποτε αντιπροσώπευε το 200% του ΑΕΠ. Τώρα μειώνεται κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες κάθε χρόνο, και αναμένεται να φτάσει το 143% φέτος. Αν τα πράγματα συνεχιστούν έτσι, η Ελλάδα δεν θα είναι πλέον η χώρα της Ευρωζώνης με το υψηλότερο σχετικό επίπεδο χρέους». Στην ερμηνεία της ανάκαμψης επισημαίνει ότι η χώρα βρέθηκε στο επίκεντρο της κρίσης λόγω υπερβολικά επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, αλλά και ότι «Επικράτησε χάος. Αλλά στο τέλος, και τα τρία κόμματα που είχαν την πολιτική ευθύνη – η Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ – έπραξαν το σωστό. Εφάρμοσαν την πιο δραστική δημοσιονομική εξυγίανση που έχει παρατηρηθεί ποτέ σε χώρα του ΟΟΣΑ. Και υπήρξαν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις: των τραπεζών, του φορολογικού συστήματος, της κοινωνικής ασφάλισης και της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας. Αυτός ο συνδυασμός λειτούργησε. Το πιο σημαντικό ήταν ότι είχαμε πολιτική σταθερότητα, η οποία μας έδωσε οικονομική σταθερότητα. Σταθερά κοινοβούλια και κυβερνήσεις πήραν τις δύσκολες αποφάσεις για να επαναφέρουν την Ελλάδα στην κανονικότητα. Αυτό είναι επίσης ένα μάθημα για άλλες χώρες».
Αναγνωρίζει την άνοδο των εξαγωγών και την παρουσία δυναμικών κλάδων: «Η φαρμακευτική βιομηχανία, για παράδειγμα. Παράγουμε το ένα δέκατο όλων των φαρμακευτικών προϊόντων στην ΕΕ. Το ίδιο ισχύει για τη χημική βιομηχανία, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και, φυσικά, τη ναυτιλιακή βιομηχανία, τη μεγαλύτερη στον κόσμο. Αλλά πρέπει ακόμη να ανέβουμε την τεχνολογική κλίμακα. Έχουμε σπουδαίους ερευνητές, αλλά μας λείπουν τα επιχειρηματικά κεφάλαια για να μετατρέψουμε τις ιδέες τους σε καινοτομία». Επίσης σημειώνει βελτίωση στην είσπραξη φορολογικών εσόδων, διευκρινίζει ότι τα χρήματα της κρίσης ήταν δάνεια με ευνοϊκούς όρους και παραδέχεται ότι η λιτότητα «Ήταν πράγματι» υπερβολική, προσθέτοντας ότι πρέπει να προφυλάσσονται οι δημόσιες επενδύσεις από απότομες μειώσεις. Ως κύριες προκλήσεις καταγράφει το αργό δικαστικό σύστημα, τα δημογραφικά, την ανάγκη αύξησης της απασχόλησης των γυναικών και τη σύγκλιση εκπαίδευσης-αγοράς εργασίας.
Η ηθική ανάγνωση της εικόνας πρέπει να εστιάσει στον καθήκον και στη συνέπεια των θεσμών: πολιτική σταθερότητα και σεβασμός του δημόσιου συμφέροντος είναι προϋποθέσεις δίκαιων κανόνων που μπορούν να γενικευτούν χωρίς αντίφαση. Η καταπολέμηση της φοροαποφυγής και των φορολογικών παραδείσων αποτελεί υποχρέωση προς όλους τους πολίτες, όπως και η διατήρηση επενδύσεων σε περιβαλλονική μετάβαση και υποδομές για το κοινό καλό. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ενίσχυση θεσμών, διαφάνεια, αυστηρότερη φορολογική εποπτεία, επενδύσεις στην εκπαίδευση και την απασχόληση των γυναικών, και υποστήριξη της καινοτομίας με δίκαιη κατανομή πόρων, ώστε οι πολιτικές να γίνονται κανόνες που όλοι θα μπορούσαν να θελήσουν να ακολουθήσουν για το καλό της κοινωνίας και του περιβάλλοντος.