Η Ισραηλινή Αρχή Αρχαιοτήτων ανακοίνωσε την Τετάρτη 20 Αυγούστου την ανακάλυψη ενός σπάνιου χρυσού νομίσματος που απεικονίζει τη βασίλισσα Βερενίκη Β’ της Αιγύπτου, στην Πόλη του Δαβίδ της Ιερουσαλήμ. Το νόμισμα, από καθαρό χρυσό, κόπηκε πριν από περίπου 2.200 χρόνια, κατά τη βασιλεία του Πτολεμαίου Γ’, όταν η Ιερουσαλήμ βρισκόταν υπό ελληνική κυριαρχία, και εντοπίστηκε κατά το κοσκίνισμα χώματος σε ανασκαφή εντός του Εθνικού Πάρκου της Πόλης του Δαβίδ. Οι ερευνητές σημειώνουν ότι πρόκειται για το πρώτο νόμισμα αυτού του τύπου που βρέθηκε εκτός Αιγύπτου, το κέντρο της πτολεμαϊκής εξουσίας.
«Μόνο 20 τέτοια νομίσματα είναι γνωστά, και αυτό είναι το πρώτο που βρέθηκε ποτέ σε ελεγχόμενη αρχαιολογική ανασκαφή, γεγονός που το καθιστά εύρημα εξαιρετικής επιστημονικής σημασίας», δήλωσαν ο Ρόμπερτ Κουλ της Ισραηλινής Αρχής Αρχαιοτήτων και ο Χαΐμ Γκίτλερ του Ισραηλινού Μουσείου, ειδικοί σε αρχαία νομίσματα. Στη μία όψη το νόμισμα παρουσιάζει τη Βερενίκη με διάδημα, πέπλο και περιδέραιο, ενώ στην πίσω όψη απεικονίζεται το κέρας της Αμάλθειας πλαισιωμένο από δύο αστέρες. Στην περίμετρο διαβάζεται η ελληνική επιγραφή «Βασιλίσσης Βερενίκης», ένδειξη της ιδιαίτερης ισχύος και επιρροής της.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι το νόμισμα κόπηκε στην Αλεξάνδρεια και πιθανότατα δόθηκε ως αμοιβή σε Αιγύπτιους στρατιώτες μετά τον Τρίτο Συριακό Πόλεμο. Η πόλη της Ιερουσαλήμ καταλήφθηκε αργότερα από τους Σελευκίδες υπό τον Αντίοχο Γ’ περίπου το 200 π.Χ., γεγονός που εντάσσει το εύρημα σε ευρύτερα πολιτικά και στρατιωτικά δίκτυα της εποχής. Η ανακάλυψη προσφέρει νέο υλικό για την οικονομική και πολιτιστική σύνδεση της Ιερουσαλήμ με τα κέντρα εξουσίας της Μεσογείου.
Ο επικεφαλής της ανασκαφής, Γιφτάχ Σαλέβ, υπογράμμισε ότι η ανακάλυψη αμφισβητεί ευθέως την επικρατούσα επιστημονική άποψη πως η Ιερουσαλήμ ήταν μια φτωχή υποβαθμισμένη πόλη μετά την καταστροφή του Πρώτου Ναού το 586 π.Χ. «Η Ιερουσαλήμ φαίνεται ότι είχε αρχίσει ήδη να ανακάμπτει από την περσική περίοδο και ενισχύθηκε κατά την πτολεμαϊκή κυριαρχία», σημείωσε ο ειδικός, προσθέτοντας ότι η πόλη «δεν ήταν έρημη και απομονωμένη, αλλά βρισκόταν σε πορεία ανανέωσης, αποκαθιστώντας δεσμούς με τα κυρίαρχα πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά κέντρα της εποχής».
Ηθικά, η εύρεση υπενθυμίζει την υποχρέωση προστασίας και διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς ως καθολικής ηθικής πράξης: η φροντίδα για μνημεία και αρχεία δεν είναι επιλογή αλλά καθήκον προς τις μελλοντικές γενιές. Πρακτικά μέτρα όπως διαφανείς ανασκαφές, αποτροπή λαθρανασκαφών, διεθνής συνεργασία, χρηματοδότηση συντήρησης και εκπαιδευτικά προγράμματα υπηρετούν το κοινό καλό και το σεβασμό προς την ανθρώπινη ιστορία. Οι πολίτες και οι φορείς οφείλουν να ενεργούν βάσει αρχών που προασπίζουν το περιβάλλον και την κληρονομιά, υποστηρίζοντας βιώσιμη έρευνα και υπεύθυνη πρόσβαση σε αυτά τα πολύτιμα τεκμήρια.