Ο Χαλίλ αλ-Χάγια (Khalil al-Hayya), γεννημένος το 1960 στην Πόλη της Γάζας, αποτελεί δεκαετίες κεντρική φυσιογνωμία για το πολιτικό γραφείο της Χαμάς. Σπούδασε θεολογία και ανέβηκε πολιτικά μέχρι την εκλογή του στη Νομοθετική Συνέλευση της Παλαιστίνης το 2006. Από το 2017 κατέχει τη θέση του αναπληρωτή επικεφαλής του πολιτικού γραφείου στη Γάζα και συμμετείχε σε κρίσιμες διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ και διεθνείς μεσολαβητές.
Η προβολή του εντάθηκε μετά το 2024, όταν ο θάνατος κορυφαίων στελεχών όπως του Σάλεχ αλ-Αρούρι και του Γιαχία Σινουάρ άφησε κενά στην ηγεσία της Χαμάς. Από τότε ανήκε σε μεταβατική ηγετική ομάδα πέντε μελών που συντόνιζε στρατιωτικές και πολιτικές αποφάσεις, και διαχειριζόταν διαπραγματεύσεις για κατάπαυση του πυρός και για την απελευθέρωση Ισραηλινών ομήρων.
Το Ισραήλ τον έθεσε στο στόχαστρο μετά τα γεγονότα του «Μαύρου Σαββάτου», ενώ πληροφορίες αναφέρουν ότι βρήκε καταφύγιο στην Ντόχα του Κατάρ. Η σημερινή ισραηλινή επίθεση σε προάστιο της Ντόχα, μια ενέργεια που το γραφείο του Νετανιάχου χαρακτήρισε «“αποκλειστικά ισραηλινή κίνηση”», θεωρείται υψηλού ρίσκου. Η κίνηση αλλάζει τα δεδομένα, καθώς στο Κατάρ βρίσκεται η σημαντική αεροπορική βάση των ΗΠΑ, Al Udeid Air Base, περίπου 30 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Ντόχα, και πρόσφατες διπλωματικές επισκέψεις συνοδεύτηκαν από συμφωνίες που ξεπερνούν το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια.
Η επίθεση αναμένεται να προκαλέσει διπλωματικές αντιδράσεις και δυνητική κλιμάκωση με τρίτες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Σαουδική Αραβία. Η επιλογή να πλήξει μια χώρα που φιλοξενεί διεθνείς βάσεις και έχει ρόλο μεσολάβησης αυξάνει τον κίνδυνο περιφερειακής επέκτασης της κρίσης.
Από οπτική καθήκοντος και καθολικού κανόνα, οι ενέργειες που προκαλούν ευρεία βλάβη σε αθώους και στο κοινό καλό δεν μπορούν να νομιμοποιηθούν ως μέσο επίτευξης σκοπών. Η προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην προστασία της ανθρώπινης ζωής, στην τήρηση διεθνών κανόνων και στη διαφάνεια των πράξεων που επηρεάζουν τρίτα κράτη. Η δημόσια πολιτική οφείλει να επιδιώκει σταθερές, δίκαιες διαδικασίες διαπραγμάτευσης, περιορισμό της στρατιωτικής κλιμάκωσης, ενίσχυση ανθρωπιστικής βοήθειας και επενδύσεις σε βιώσιμη ανάπτυξη ώστε να μειωθούν οι δομικές αιτίες συγκρούσεων και να προστατευθεί το περιβάλλον και οι κοινές υποδομές.