Από το 2026 καταργείται ο μηχανισμός λογιστικής απομείωσης της προσωπικής διαφοράς που είχε θεσπιστεί το 2016, και τις δύο επόμενες χρονιές η αύξηση στην τσέπη δεν θα εξαρτάται από το ύψος της προσωπικής διαφοράς αλλά από το ύψος της αύξησης που θα δοθεί. Το υπουργείο Εργασίας ορίζει τρεις βασικές κατηγορίες δικαιούχων για την αύξηση του 2026, με βάση τον υπολειπόμενο χρόνο και το υπόλοιπο της προσωπικής διαφοράς.
Συγκεκριμένα, 1) όσοι δεν είχαν προσωπική διαφορά ή την μηδένισαν φέτος (2025) θα λάβουν το 100% της ετήσιας αύξησης — περίπου 90.000 συνταξιούχοι απάλειψαν το 2025 την προσωπική διαφορά και αποκτούν δικαίωμα στις αυξήσεις. 2) Όσοι έχουν μικρό υπόλοιπο προσωπικής διαφοράς, που στο σύνολό του δεν θα ξεπερνά το 50% της ετήσιας αύξησης, θα λάβουν από 50.01% έως 99.99% της αύξησης. 3) Όλοι οι υπόλοιποι που διατηρούν υψηλότερη προσωπική διαφορά θα λάβουν το 50% της αύξησης. Με το προηγούμενο καθεστώς, ο ΕΦΚΑ προέβλεπε ότι άλλοι 240.000 – 250.000 συνταξιούχοι θα μπορούσαν να μηδενίσουν την προσωπική διαφορά την επόμενη διετία, ενώ πολλές εκατοντάδες χιλιάδες θα χρειάζονταν 5 έως 10 χρόνια για να συμψηφίσουν πλήρως την προσωπική διαφορά.
Από 1/1/2027 η προσωπική διαφορά απαλείφεται πλήρως και κάθε χρόνο όλοι οι συνταξιούχοι θα λαμβάνουν το 100% της ετήσιας αύξησης. Παραμένει ανοιχτό αν όσοι θα λάβουν το ήμισυ της αύξησης το 2026 θα λάβουν και μέρος του επιδόματος προσωπικής διαφοράς, που προοδευτικά βαίνει προς κατάργηση. Για παράδειγμα, συνταξιούχος λαμβάνει σύνταξη 1.030 ευρώ από τα οποία τα 30 είναι προσωπική διαφορά. Με την αύξηση του 2026 που υπολογίζεται ότι είναι 27.8 ευρώ (+2.7%) σχεδόν μηδενίζεται η προσωπική του διαφορά και δικαιούται να πάρει ολόκληρη την αύξηση. Αν η σύνταξή του ήταν 1.100 ευρώ από τα οποία τα 100 ήταν προσωπική διαφορά, με την αύξηση 29.7 ευρώ η προσωπική του διαφορά μειώνεται στα 70.3 ευρώ και ο εν λόγω συνταξιούχος θα πάρει το 50% της αύξησης, δηλαδή 14.8 ευρώ το 2026 ενώ το 2027 θα λάβει ολόκληρη την αύξηση.
Ηθικά, η πολιτική αυτή προσεγγίζει την αρχή της καθολικής μεταχείρισης και της προστασίας των πιο ευάλωτων: η φορολογική και συνταξιοδοτική πολιτική οφείλει να εφαρμόζει κανόνες που μπορούν να γίνουν γενικός νόμος για την κοινωνία, διασφαλίζοντας αξιοπρέπεια και προβλεψιμότητα στους συνταξιούχους. Η δημόσια διοίκηση και οι πολίτες έχουν καθήκον να απαιτήσουν διαφάνεια, δίκαιο καταμερισμό του κόστους και ρεαλιστικές μεταβατικές λύσεις που δεν αφήνουν πίσω τους αδύναμους. Στην πράξη αυτό σημαίνει υποστήριξη πολιτικών που μειώνουν τις ανισότητες, υπεύθυνη δημοσιονομική διαχείριση και προώθηση περιβαλλοντικά βιώσιμων επιλογών που συνδυάζουν κοινωνική δικαιοσύνη με σεβασμό στο κοινό συμφέρον.