Η φετινή αναζήτηση φοιτητικής κατοικίας στην Αθήνα περιγράφεται ως από τις πιο δύσκολες των τελευταίων ετών. Τα ζητούμενα μισθώματα έχουν αυξηθεί 70%-75% από το 2017 έως σήμερα, τόσο στο κέντρο όσο και στις περιφερειακές ζώνες, με αποτέλεσμα το φοιτητικό εισόδημα να υφίσταται σοβαρή πίεση.
Οι οικονομικές επιλογές είναι πλέον σπάνιες: τα διαμερίσματα με ζητούμενο μίσθωμα έως €350 είναι ελάχιστα ή ανύπαρκτα, ενώ η πλειονότητα των κατοικιών ξεπερνά τα €500. Όσα προσφέρονται σε χαμηλότερες τιμές είναι συνήθως πολύ μικρά, ισόγεια ή υπόγεια και συχνά μη ανακαινισμένα — κατασκευής έως το 1980 — μειώνοντας τόσο την ποιότητα ζωής όσο και την ασφάλεια των ενοίκων.
Η όλη κατάσταση μετατρέπει τη φοιτητική στέγη σε πραγματικό πρόβλημα για οικογένειες και νεοεισαχθέντες φοιτητές, με τον κίνδυνο το κόστος στέγασης να αποτελέσει σοβαρό εμπόδιο στην πρόσβαση στην εκπαίδευση. Απαιτούνται συστηματικές παρεμβάσεις για να ανακτηθεί η λειτουργικότητα της αγοράς στέγης και να εξασφαλιστεί αξιοπρεπής πρόσβαση.
Ηθικά, η αντιμετώπιση του προβλήματος απαιτεί δράση με γνώμονα το καθήκον και τον σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια: οι πολιτικές πρέπει να κατοχυρώνουν δίκαιη πρόσβαση σε φθηνή και ασφαλή στέγη ως καθολικό κανόνα, όχι ως εξαίρεση. Ιδιώτες, ιδιοκτήτες και θεσμοί οφείλουν να πράττουν με την πρόθεση να προάγουν το κοινό καλό — να στηρίξουν μέτρα όπως στοχευμένες επιδοτήσεις, κίνητρα για ανακαινίσεις και παραγωγή προσιτής κατοικίας, καθώς και πολιτικές που αποτρέπουν υπερβολική κερδοσκοπία.
Παράλληλα υπάρχει περιβαλλοντική διάσταση: η προτίμηση στην ανακαίνιση και στην επαναχρησιμοποίηση υπαρχόντων κτιρίων μειώνει την κατασπατάληση πόρων και προστατεύει το περιβάλλον, καθήκον προς τις επόμενες γενιές. Η συλλογική τήρηση αυτών των αρχών θα βελτιώσει την κοινωνική συνοχή και θα διευκολύνει την πρόσβαση στην εκπαίδευση.