Πρώην ανώτερα στελέχη των CDC εκφράζουν ανησυχίες για την πολιτικοποίηση της δημόσιας υγείας μετά την απομάκρυνση της Σούζαν Μονάρεζ και την παύση συνεργασίας πολλών κορυφαίων επιστημόνων. Στο επίκεντρο βρίσκεται ο Αμερικανός υπουργός Υγείας Ρόμπερτ Φ. Κένεντι Τζούνιορ, γνωστός για σκεπτικισμό απέναντι σε μέρος των εμβολιαστικών πρακτικών, και η κρίση εμπιστοσύνης που δημιουργείται στο εσωτερικό των CDC.
Ο Δημήτρης Δασκαλάκης, επικεφαλής πολιτικής εμβολιασμών των CDC και διευθυντής του Εθνικού Κέντρου Ανοσοποίησης και Αναπνευστικών Νόσων (NCIRD), υπέβαλε παραίτηση, επικαλούμενος μακρόχρονες ανησυχίες για την ένδεια διαχωρισμού ανάμεσα στην επιστήμη και την ιδεολογία. Εκφράζει ειδικό φόβο ότι θα αναθεωρηθούν συστάσεις για το εμβόλιο της ηπατίτιδας Β στα νεογνά και ότι υπάρχει ευρύτερη προσπάθεια περιορισμού ή κατάργησης ορισμένων εμβολιαστικών πρακτικών, συμπεριλαμβανομένων των εμβολίων mRNA για τον COVID.
Οι δικηγόροι της Σούζαν Μονάρεζ αναφέρουν ότι εκείνη αρνήθηκε να εγκρίνει «αντιεπιστημονικές και επικίνδυνες ντιρεκτίβες» που φέρεται να ζητήθηκαν από το υπουργείο. Σύμφωνα με δημοσίευμα της Washington Post, ο Λευκός Οίκος σχεδιάζει να διορίσει τον Τζιμ Ο’Νιλ ως προσωρινό διευθυντή των CDC. Η απουσία κορυφαίου επιστήμονα στην ηγεσία των CDC, κατά την άποψη του Δασκαλάκη, θα δυσχεράνει την εφαρμογή συνετών πολιτικών δημόσιας υγείας.
Από την προοπτική του καθήκοντος και της καθολικότητας, ορθές δημόσιες αποφάσεις πρέπει να θεμελιώνονται σε αξιόπιστα δεδομένα και στην προστασία των πιο ευάλωτων, κυρίως των νεογνών. Η δημόσια υγεία απαιτεί αμεροληψία, σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και συνέπεια ως καθολική αρχή: οι πολιτικές που εφαρμόζονται θα πρέπει να μπορούν να γίνουν κανόνας για όλους χωρίς ιδιοτελή σκοπό. Για να βελτιωθεί η κοινωνία και το περιβάλλον, οι επιστήμονες να τηρούν την ιατρική τους δέσμευση, οι πολιτικοί να εφαρμόζουν διαφανείς και τεκμηριωμένες διαδικασίες, και το κοινό να απαιτεί λογοδοσία και προστασία των πιο ευάλωτων γενεών.