Η αφίσα και η υπαίθρια διαφήμιση υπηρέτησαν επί δεκαετίες ως μέσο ενημέρωσης και εμπορικής προβολής στις δυτικές πόλεις: πολιτικές καμπάνιες, συναυλίες, τοπικά φεστιβάλ και ανακοινώσεις γέμιζαν λεωφόρους και πλατείες. Στη ψηφιακή εποχή το φαινόμενο δεν εξαφανίστηκε, αλλά την τελευταία περίοδο εμφανίζεται ένα παγκόσμιο κύμα περιορισμών που δεν ακολουθεί μια μονοδιάστατη πορεία. Από τον νόμο του Σάο Πάολο στη Βραζιλία μέχρι το δημοψήφισμα της Γενεύης, πόλεις εξετάζουν τους περιορισμούς με διαφορετικές προσεγγίσεις και ρυθμίσεις.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα προέρχεται από τη Λατινική Αμερική: το Σάο Πάολο υιοθέτησε το 2006 τον νόμο Cidade Limpa («Καθαρή Πόλη»), ο οποίος απαγόρευσε σχεδόν κάθε μορφή εξωτερικής διαφήμισης. Μέσα σε λίγους μήνες απομακρύνθηκαν πάνω από 15.000 διαφημιστικές πινακίδες και εκατοντάδες χιλιάδες υπερμεγέθεις εμπορικές επιγραφές κατέβηκαν ή συμμορφώθηκαν, μεταμορφώνοντας το αστικό τοπίο της μεγαλούπολης. Η εμπειρία αυτή λειτουργεί σήμερα ως σημείο σύγκρισης για άλλες πόλεις που ζυγίζουν το δημόσιο χώρο έναντι της εμπορικής προβολής.
Στην Ευρώπη το σκηνικό είναι πιο σύνθετο και περιλαμβάνει από καθολικές απαγορεύσεις έως στοχευμένους περιορισμούς ή λαϊκές ψηφοφορίες που αποφασίζουν τοπικές πρακτικές. Οι συζητήσεις εστιάζουν στην αισθητική του δημόσιου χώρου, στη ρύπανση και στην ελευθερία της έκφρασης, ενώ δημοτικές αρχές και επαγγελματικά συμφέροντα αναζητούν ισορροπία. Οι πρακτικές ποικίλλουν ανάλογα με τις πολιτικές προτεραιότητες και την κοινωνική συζήτηση σε κάθε πόλη.
Από τη σκοπιά της ηθικής του καθήκοντος, η δημόσια πολιτική για τη διαφήμιση πρέπει να βασίζεται σε αρχές που θα μπορούσαν να γίνουν καθολικοί κανόνες: προστασία του κοινού χώρου, σεβασμός στην αξία του άλλου ως σκοπού και όχι μέσου, και υπευθυνότητα απέναντι στο περιβάλλον. Πολίτες και φορείς έχουν το καθήκον να υποστηρίξουν κανόνες που προωθούν την ευημερία όλων, να συμμετέχουν σε διάλογο και δημοκρατικές διαδικασίες και να υιοθετήσουν πρακτικές επιχειρηματικής υπευθυνότητας. Μόνο μέσα από τέτοια συνεπή και καθολικά εφαρμόσιμα μέτρα μπορεί να βελτιωθεί η ποιότητα της ζωής και του δημόσιου χώρου για το κοινό συμφέρον.