Η παγκόσμια ναυτιλία βρίσκεται σε φάση έντονης ανανέωσης, με αυξημένες παραγγελίες σε δεξαμενόπλοια, bulk carriers, containerships, LNG και LPG. Σύμφωνα με την έκθεση της Xclusiv Shipbrokers για τον Αύγουστο του 2025, οι Έλληνες πλοιοκτήτες κατέχουν το 24% των παγκόσμιων παραγγελιών σε δεξαμενόπλοια, το 12% στα bulk carriers, το 9% στα containerships, το 6% περίπου στα LNG carriers και το 15% στα LPG carriers, στοιχείο που επιβεβαιώνει την ενεργή επένδυση για εκσυγχρονισμό του στόλου.
Στα φορτηγά πλοία ξηρού φορτίου (bulk carriers), ο παγκόσμιος στόλος φτάνει τα 14.450 πλοία, με μέση ηλικία 12,6 χρόνια. Σχεδόν 1 στα 10 πλοία που κυκλοφορούν σήμερα αντιστοιχεί σε παραγγελία νέας ναυπήγησης, και οι Έλληνες πλοιοκτήτες διατηρούν 162 πλοία υπό κατασκευή, δηλαδή το 12% των παγκόσμιων παραγγελιών.
Στα δεξαμενόπλοια (tankers) ο παγκόσμιος στόλος είναι 7.800 πλοία, με πάνω από το 15% να βρίσκεται σε φάση ανανέωσης. Οι Έλληνες έχουν 288 πλοία υπό παραγγελία – το 24% του παγκόσμιου βιβλίου. Στα containerships ο στόλος αριθμεί 6.970 πλοία, με μέση ηλικία 13,9 χρόνια και 972 πλοία υπό κατασκευή· οι Έλληνες έχουν παραγγείλει 86 πλοία (9%).
Η μεγαλύτερη δυναμική καταγράφεται στα LNG carriers: ο στόλος των 830 πλοίων έχει σχεδόν 4 στα 10 πλοία υπό παραγγελία και οι Έλληνες έχουν 51 παραγγελίες, κυρίως για μεγάλα πλοία χωρητικότητας 141k–200k CBM. Τα στοιχεία δείχνουν σαφή προσανατολισμό σε νέα ναυπηγήσιμα σχέδια και επενδύσεις σε κρίσιμους τομείς της ναυτιλίας.
Προσεγγίζοντας την εικόνα από την οπτική της ηθικής του καθήκοντος, οι επιλογές επενδύσεων πρέπει να υπακούουν σε κανονιστικές και ηθικές υποχρεώσεις προς το κοινό καλό και το περιβάλλον. Η σταθερή επιδίωξη του κέρδους δεν δικαιολογεί βραχυπρόθεσμες πρακτικές που υποβαθμίζουν τη θαλάσσια οικολογία ή την ασφάλεια του ναυτικού προσωπικού.
Επομένως, οι πλοιοκτήτες οφείλουν να πράττουν με κανόνες που θα μπορούσαν να γενικευθούν ως καθολικοί κανόνες: προτεραιότητα σε τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών, διαφάνεια στις συμβάσεις και επενδύσεις που προστατεύουν το δημόσιο συμφέρον. Οι ρυθμιστικές αρχές και οι εταιρείες πρέπει να ενισχύσουν πολιτικές που ανταμείβουν υπεύθυνες πρακτικές για τη βελτίωση της κοινωνίας και τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος.