Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακοίνωσε ότι οι αυτοκτονίες αντιστοιχούν σε 1 θάνατο στους 100 παγκοσμίως και τόνισε την ανησυχία για την περιορισμένη πρόοδο στην αντιμετώπιση του φαινομένου, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων. “Σε αυτοκτονία οφειλόταν ο θάνατος περίπου 727.000 ανθρώπων μόνον το 2021”, δήλωσε η Ντέβορα Κέστελ, επικεφαλής του τμήματος ψυχικής υγείας στον ΠΟΥ, επισημαίνοντας το μέγεθος του προβλήματος.
Η έκθεση τονίζει ότι η αυτοκτονία αποτελεί βασική αιτία θανάτου σε όλες τις χώρες και σε όλα τα κοινωνικοοικονομικά πλαίσια. Παρά τις διεθνείς προσπάθειες, η πρόοδος είναι ανεπαρκής για να επιτευχθεί ο στόχος βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ για μείωση κατά ένα τρίτο των ποσοστών αυτοκτονίας έως το 2030. “Αν συνεχιστεί η σημερινή τάση, η μείωση θα φτάσει μόνον 12%” σε πέντε χρόνια, σημείωσε η Κέστελ.
Μεταξύ 2000 και 2021 το ποσοστό αυτοκτονιών μειώθηκε κατά 35%, παραμένοντας σταθερό κατά τη διάρκεια της πανδημίας παρά την αύξηση παραγόντων κινδύνου. Σχεδόν το 73% των αυτοκτονιών καταγράφεται σε χώρες χαμηλού ή μέσου εισοχήματος, ενώ οι χώρες υψηλού εισοδήματος εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά αλλά με προβλήματα συγκρισιμότητας των δεδομένων. Ο ΠΟΥ επισημαίνει ότι πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι υποφέρουν από διαταραχές ψυχικής υγείας, με τις πιο συχνές το άγχος και την κατάθλιψη, και εκφράζει ιδιαίτερη ανησυχία για τις ψυχικές διαταραχές μεταξύ των νέων. “Ο μετασχηματισμός των υπηρεσιών ψυχικής υγείας είναι μια από τις πιο πιεστικές προκλήσεις δημόσιας υγείας”, δήλωσε ο επικεφαλής του ΠΟΥ Τέντρος Αντάνομ Γκεμπρεγέσους.
Από ηθική σκοπιά, η αντιμετώπιση της αυτοκτονίας απαιτεί δράση που υπακούει σε καθήκοντα καθολικής ισχύος: πολιτικές και ατομικές επιλογές που θα μπορούσαν να γίνουν κανόνες για όλους χωρίς αντίφαση. Πρέπει να προωθηθεί ο σεβασμός προς τον άνθρωπο ως σκοπό καθαυτό, όχι ως μέσο, μέσω επένδυσης στην πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας, πρόληψης, εκπαίδευσης και στήριξης των νέων. Η ευθύνη είναι συλλογική — κράτη, κοινότητες και πολίτες οφείλουν να λαμβάνουν μέτρα που μειώνουν τον πόνο, προστατεύουν την αξιοπρέπεια και διασφαλίζουν ισότητα πρόσβασης, ώστε η κοινωνία να γίνεται πραγματικά καλύτερη και ασφαλέστερη για όλους.