Η γαλλική κυβέρνηση προχωρεί σε μήνυση κατά της αυστραλιανής πλατφόρμας streaming Kick για αμέλεια, μετά τον θάνατο του 46χρονου streamer Ραφαέλ Γκράβεν. Ο Γκράβεν, γνωστός και ως Ζαν Πορμανόβ (Jean Pormanove), πέθανε το βράδυ της Κυριακής 17/8 στην Κοντ στη Νίκαια κατά τη διάρκεια μιας δεκαήμερης ζωντανής μετάδοσης. Η νεκροψία έδειξε ότι δεν σκοτώθηκε από τραύμα ή από κάποιον άλλο.
«Η Kick δεν έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να σταματήσει τη μετάδοση επικίνδυνου περιεχομένου», δήλωσε η υπουργός Ψηφιακής Τεχνολογίας της Γαλλίας, Κλάρα Σαπάζ, κατηγορώντας την πλατφόρμα για παραβίαση ενός νόμου του 2004 που ρυθμίζει το διαδικτυακό περιεχόμενο. Η εισαγγελέας του Παρισιού Λωρ Μπεκκάου ανακοίνωσε ξεχωριστή έρευνα προκειμένου να εξεταστεί εάν η Kick μετέδιδε εν γνώσει της «βίντεο με σκόπιμες επιθέσεις κατά της προσωπικής ακεραιότητας» και εάν η πλατφόρμα συμμορφώνεται με τον νόμο της ΕΕ για τις ψηφιακές υπηρεσίες. Οι παραβάτες κινδυνεύουν με ποινή φυλάκισης έως 10 ετών και πρόστιμο έως 1 εκατ. ευρώ.
Το παράρτημα της Kick στη Γαλλία δήλωσε ότι θα συνεργαστεί με τις αρχές και ότι επανεξετάζει το γαλλικό της περιεχόμενο. «Προτεραιότητά μας είναι να προστατεύσουμε τους δημιουργούς και να εξασφαλίσουμε ένα ασφαλέστερο περιβάλλον στην Kick». «Όλοι οι συν-streamers που συμμετείχαν σε αυτή τη ζωντανή μετάδοση έχουν απαγορευτεί εν αναμονή της συνεχιζόμενης έρευνας». Ο Γκράβεν είχε περισσότερους από 1.000.000 ακολούθους και ήταν μέλος του συλλογικού Lokal, όπου φέρεται να δεχόταν εξευτελισμό και κακομεταχείριση.
Η υπόθεση πρέπει να αξιολογηθεί με βάση αρχές καθήκοντος και σεβασμού στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια: πλατφόρμες και δημιουργοί οφείλουν να ενεργούν με κανόνες που θα μπορούσαν να γενικευτούν χωρίς να υποβαθμίζουν πρόσωπα. Η πρόληψη βλάβης και η προστασία της αξιοπρέπειας πρέπει να είναι προτεραιότητα, όχι εξαιρετική πρακτική.
Στο επίπεδο της πολιτικής προτείνεται η αυστηροποίηση διαδικασιών διαχείρισης επικίνδυνου περιεχομένου, η διαφάνεια στη λογοδοσία και η υποχρεωτική εφαρμογή μέτρων προστασίας για ευάλωτους δημιουργούς. Μια τέτοια προσέγγιση προάγει το κοινό καλό, μειώνει τον κίνδυνο επανάληψης και βελτιώνει το περιβάλλον για τους χρήστες και την κοινωνία συνολικά.