Κτηνοτρόφοι, κτηνίατροι, περιφέρειες και το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης δίνουν μάχη με τον χρόνο για να ανακοπεί ο δεύτερος κύκλος έξαρσης της ευλογιάς στα αιγοπρόβατα. Μέσα σε 13 μήνες, από τον Αύγουστο του 2024, έχουν καταγραφεί 903 κρούσματα σε 1.148 εκτροφές και έχουν πραγματοποιηθεί 262.854 θανατώσεις αιγοπροβάτων.
Η ευλογιά προσβάλλει αποκλειστικά αίγες και πρόβατα και εκδηλώνεται με πυρετό, δερματικές αλλοιώσεις, ανορεξία και κατάπτωση. Τονίζεται ότι η ευλογιά είναι αποκλειστικά ζωονόσος, δεν μεταδίδεται στον άνθρωπο και τόσο το γάλα που έχει υποστεί υψηλή παστερίωση, όσο και το κρέας είναι απολύτως ασφαλή για κατανάλωση.
Μετά τις μαζικές θανατώσεις εμφανίστηκαν καταγγελίες ότι ορισμένοι δεν δήλωσαν ασθενείς ζωικούς πληθυσμούς προκειμένου να αποφύγουν τη θανάτωση, δημιουργώντας ενεργές εστίες μετάδοσης. Στο κρίσιμο δεκαήμερο εφαρμόζονται μέτρα απομόνωσης των άρρωστων ζώων, περιορισμός των κινητοποιήσεων των κοπαδιών και αυστηρή τήρηση μέτρων βιοασφάλειας και υγιεινής από το προσωπικό των εκτροφών.
Στις περιοχές με επιβεβαιωμένα κρούσματα ορίζεται ζώνη προστασίας σε ακτίνα πέντε χιλιομέτρων, ζώνη επιτήρησης σε ακτίνα είκοσι χιλιομέτρων και περαιτέρω απαγορευμένη ζώνη σε ακτίνα 40 χιλιομέτρων. Για την εκρίζωση της νόσου εφαρμόζεται το εθνικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης με μέτρα: θανάτωση και υγειονομική ταφή των ζώων στη μολυσμένη εκτροφή, οριοθέτηση ζωνών Προστασίας και Επιτήρησης καθώς και περαιτέρω Απαγορευμένων ζωνών, απαγόρευση μετακίνησης αιγοπροβάτων και ζωοτροφών στις ζώνες αυτές, ενημέρωση κτηνοτρόφων για τα μέτρα βιοασφάλειας και υγιεινής που πρέπει να τηρούνται, κήρυξη των Περιφερειακών Ενοτήτων με κρούσματα σε κατάσταση Ειδικής Κινητοποίησης Πολιτικής Προστασίας, κινητοποίηση κτηνιάτρων που υπηρετούν στο ΥΠΑΑΤ και σε εποπτευόμενους φορείς, συστηματική απολύμανση αγροτικών δρόμων, κινητοποίηση της ΕΛ.ΑΣ. για την απαγόρευση μετακινήσεων, διεξαγωγή επιδημιολογικής έρευνας, δημιουργία σταθμών απολύμανσης σε κομβικά σημεία του οδικού δικτύου και σύσταση Task Force για την αντιμετώπιση της νόσου.
«Θέλουμε να αποφύγουμε το lockdown. Το ξεκαθαρίζω αυτό προς κάθε κατεύθυνση», δήλωσε χθες ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Κώστας Τσιάρας.
«Αν προχωρήσουμε σε lockdown, θα υπάρξουν σοβαρές συνέπειες για την ελληνική κτηνοτροφία και τη γεωργία. Βρισκόμαστε αυτή την περίοδο στη συγκομιδή του καλαμποκιού, ενός βασικού προϊόντος του πρωτογενούς τομέα και καθοριστικού για την παραγωγή ζωοτροφών. Εάν διαταραχθεί αυτή η αλυσίδα, οι δυσκολίες θα είναι τεράστιες σε ολόκληρη την αγροδιατροφική οικονομία».
«Ο ιός της πανώλης ζει έως 21 ημέρες, γεγονός που μας έδωσε τη δυνατότητα να εφαρμόσουμε περιορισμένα και χρονικά συγκεκριμένα μέτρα. Αντίθετα, ο ιός της ευλογιάς μπορεί να επιβιώσει έως και έξι μήνες, σε φυσικούς φορείς όπως το μαλλί του ζώου ή οι ζωοτροφές. Αυτό σημαίνει ότι η αντιμετώπιση δεν μπορεί να γίνει με τον ίδιο τρόπο».
«Δώσαμε αποζημιώσεις υψηλότερες από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα για τα θανατωθέντα ζώα. Προχωρήσαμε επίσης σε μέτρα για να καλύψουμε το κόστος των ζωοτροφών. Έχουμε βρει όλα τα εργαλεία που θα δώσουν την ευκαιρία στους κτηνοτρόφους να σταθούν όρθιοι και να διασφαλίσουν την επιβίωσή τους», υπογράμμισε χαρακτηριστικά.
Οι κτηνοτρόφοι αντιτείνουν ότι η μέση αποζημίωση για τη σφαγή είναι κάτω από 200 ευρώ ανά ζώο και δεν επαρκεί για την αντικατάσταση του μισού ζωικού κεφαλαίου, ενώ το κόστος αγοράς νέων ζώων υπερβαίνει τα 320 ευρώ. «Τα διαθέσιμα σκευάσματα προέρχονται από τρίτες χώρες, καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν έχει εφαρμόσει εμβολιασμό και οι κλινικές μελέτες δείχνουν ότι η ανοσία φτάνει μόλις στο 60% των ζώων που εμβολιάζονται. Αν προχωρούσαμε σε μια τόσο αβέβαιη επιλογή, θα θέταμε σε κίνδυνο ακόμη και τις εξαγωγές μας – και κυρίως το πιο σημαντικό προϊόν της κτηνοτροφίας μας, τη φέτα».
Σε ηθικό επίπεδο, η δημόσια συμπεριφορά οφείλει να βασίζεται στην αλήθεια και στην τήρηση του καθήκοντος προς το κοινό συμφέρον: έγκαιρη δήλωση ασθενειών, σεβασμός των μέτρων βιοασφάλειας και αμοιβαία συνεργασία μεταξύ παραγωγών και αρχών μειώνουν τον κίνδυνο διάδοσης και προστατεύουν το συλλογικό αγαθό της παραγωγικής αλυσίδας.
Το κράτος και οι επαγγελματίες έχουν καθήκον να διασφαλίσουν δίκαιες αποζημιώσεις, διαφάνεια στην ενημέρωση και επενδύσεις στην επιτήρηση και στην επιστημονική έρευνα, ώστε οι επιλογές των λίγων που αποκρύπτουν περιστατικά να μη θέτουν σε κίνδυνο την ευημερία πολλών και το περιβάλλον.