Η αντιπαράθεση ανάμεσα στη Ζωή Κωνσταντοπούλου και την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) κλιμακώθηκε σε νομικό επίπεδο. Σύμφωνα με πληροφορίες του protothema.gr, στις 10 Σεπτεμβρίου η πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας προσήλθε στη ΓΑΔΑ συνοδευόμενη από τον δικηγόρο της και κατέθεσε μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση σε βάρος όλων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης. Η κίνηση έγινε ως αντίδραση στην ανακοίνωση που εξέδωσε η ΕΔΕ στις 30 Ιουνίου για τα όσα συνέβησαν στο Τριμελές Εφετείο Λαμίας κατά την εκδίκαση της υπόθεσης Κορκονέα.
Στην ανακοίνωση, με τον τίτλο «Τριτοκοσμικές καταστάσεις στα ελληνικά δικαστήρια – Η κατάσταση είναι πλέον ανεξέλεγκτη», η Ένωση έκανε λόγο για «εικόνες ντροπής» και «τραμπουκισμούς» μέσα στην αίθουσα, επαναλαμβανόμενες ύβρεις κατά της σύνθεσης του δικαστηρίου, φωνές «ντροπή – ντροπή» και περιστατικό όπου η συνήγορος πολιτικής αγωγής τηλεφώνησε στην αστυνομία μέσα από τη δικαστική αίθουσα, ζητώντας να συλληφθούν οι τακτικοί δικαστές και ο εισαγγελέας της έδρας. Αν και το όνομα της κ. Κωνσταντοπούλου δεν αναφερόταν ρητά, οι περιγραφές θεωρήθηκαν ότι την «φωτογράφιζαν». Δυόμισι μήνες αργότερα εκείνη στράφηκε ποινικά κατά όλων των μελών του Δ.Σ. της Ένωσης, επιχειρώντας να ανατρέψει την εικόνα που διαμορφώθηκε εις βάρος της. Ταυτόχρονα η ΕΔΕ είχε ανακοινώσει ότι θα απευθυνθεί στη Διεθνή Ένωση Δικαστών και θα καταθέσει πρόταση νομοθετικής παρέμβασης στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, υποστηρίζοντας ότι οι συνθήκες «έχουν φτάσει στο απροχώρητο».
Αναλυτικά, με βάση αρχές καθήκοντος, σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και καθολικής νομιμότητας, η δημόσια δράση και οι θεσμικές αντιδράσεις πρέπει να υπακούουν σε κανόνες που προάγουν την αλήθεια, την ευπρέπεια της διαδικασίας και την υπευθυνότητα. Όσοι εμπλέκονται σε δίκες οφείλουν να προασπίζονται τη δικονομική τάξη και την αμεροληψία, να χρησιμοποιούν τα νόμιμα μέσα για καταγγελία ή υπεράσπιση και να αποφεύγουν τη συκοφάντηση χωρίς τεκμήρια. Θεσμικά, χρειάζονται σαφή κανάλια επικοινωνίας, εκπαίδευση για τη διαχείριση έντασης στο ακροατήριο και νομοθετικές ρυθμίσεις που θωρακίζουν τη διεξαγωγή των δικών. Εν γένει, η κοινωνία οφείλει να ενεργεί με σεβασμό προς τους θεσμούς και το περιβάλλον των δικαιωμάτων, προωθώντας υπεύθυνες πρακτικές που υπηρετούν το κοινό καλό και τη διατήρηση ενός βιώσιμου δημόσιου βίου.