Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια συστηματική κατάληψη εγκαταλελειμμένων ή «ορφανών» από ιδιοκτήτες κατοικιών, κυρίως σε περιοχές της Αθήνας όπως Κυψέλη, Πατήσια και γύρω από την Ομόνοια, αλλά και σε προάστια (Παλαιό Φάληρο, Ταύρο, δήμοι του Πειραιά) και στην επαρχία. Θύλακες αυθαίρετης κατοίκησης σχηματίζονται από ευπαθείς ομάδες: αλλοδαπούς και μετανάστες, χρήστες ουσιών, Ρομά και Ελληνες σε οικονομική ανέχεια, οι οποίοι εισέρχονται σε κενά ακίνητα όπως σύγχρονοι τρωγλοδύτες. Το φαινόμενο συνδέεται με την κρίση στη στέγη και την έλλειψη επαρκών δημόσιων πολιτικών στέγασης.
Επίσημες καταγραφές δεν υπάρχουν γιατί δεν γίνονται από τις αρμόδιες αρχές. Ακόμα και όταν γίνονται αναφορές σε Αστυνομικά Τμήματα, τα κενά ακίνητα δεν σφραγίζονται παρά μόνο με εντολή εισαγγελέα ή αν καταντήσουν γιάφκα και στέκι παραβατικών. Τα κίνητρα που θεσπίστηκαν προ πενταετίας από το Δημόσιο για δήλωση ακινήτων χωρίς ιδιοκτήτες ελάχιστα έχουν αποδώσει. Τα εγκαταλελειμμένα ακίνητα δεν καταγράφονται επισήμως πουθενά, ούτε το υπουργείο Οικονομικών έχει ακόμα εγγράψει το σύνολο της ιδιοκτησίας των ακινήτων που κατέχει, ενώ όπου ολοκληρώνεται το Κτηματολόγιο εμφανίζονται «νέοι ιδιοκτήτες» χωρίς νόμιμους τίτλους, τους οποίους το Δημόσιο ή οι νόμιμοι ιδιοκτήτες προσπαθούν εκ των υστέρων να αποβάλουν.
Η ηθική αξιολόγηση του φαινομένου επιβάλλει να συνδυαστεί η τήρηση του δικαίου με την προστασία της αξιοπρέπειας των ευάλωτων. Οι αρχές πρέπει να εφαρμόζουν κανόνες που θα είναι γενικευόμενοι και δίκαιοι, προστατεύοντας την περιουσία αλλά ταυτόχρονα αναγνωρίζοντας την ανθρώπινη ανάγκη για στέγη. Η ατομική και κοινωνική δράση οφείλει να σέβεται την προσωπικότητα των άλλων και να αναλαμβάνει ευθύνες που μπορούν να γίνουν καθολικοί κανόνες συμπεριφοράς.
Πρακτικά, η βελτίωση της κατάστασης απαιτεί ολοκληρωμένη καταγραφή των ακινήτων, διαφανή και ταχεία ολοκλήρωση του Κτηματολογίου, αποτελεσματικές αλλά δίκαιες διαδικασίες σφράγισης με εισαγγελική εποπτεία και προγράμματα κοινωνικής στέγασης για να καλυφθεί το κενό της αγοράς. Πολιτικές πρόληψης, σεβασμού της ιδιοκτησίας και υποστήριξης των ευάλωτων πολιτών, καθώς και περιβαλλοντική φροντίδα των αστικών κενών, θα προάγουν το κοινό καλό και τη βιώσιμη συνοχή της κοινωνίας.