Ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών Αμπάς Αραγτσί ανακοίνωσε ότι κατέθεσε στις ευρωπαϊκές δυνάμεις μια «δίκαιη και ισορροπημένη» πρόταση για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης με στόχο να αποτραπεί η εκ νέου επιβολή κυρώσεων του ΟΗΕ στην Ισλαμική Δημοκρατία. «παρουσιάζει μια πρόταση δημιουργική, δίκαιη και ισορροπημένη, που ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανησυχίες και είναι αμοιβαία επωφελής». Η πρόταση παρουσιάστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και τη Γερμανία —την ομάδα γνωστή ως E3— καθώς και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. «Η υλοποίηση αυτής της ιδέας μπορεί να γίνει γρήγορα και να επιτρέψει να συμφιλιωθούν οι αντίστοιχες κόκκινες γραμμές για να αποτραπεί μια κρίση», προειδοποίησε, εκτιμώντας ότι «το Ιράν δεν μπορεί να είναι ο μοναδικός υπεύθυνος παράγοντας». Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ αναμένεται, εκτός απροόπτου, να δώσει το πράσινο φως για την επανεπιβολή κυρώσεων, καθώς σύμφωνα με διπλωματικές πηγές το Ιράν δεν συγκεντρώνει τις εννέα ψήφους που απαιτούνται για να διατηρηθεί το status quo έως το τέλος του μήνα.
Ο υφυπουργός Εξωτερικών Σαΐντ Χατιμπζαντέχ επέκρινε τη στάση των Ευρωπαίων: «Αυτό που κάνουν οι Ευρωπαίοι είναι πολιτικά μεροληπτικό και έχει πολιτικά κίνητρα…Κάνουν λάθος σε διάφορα επίπεδα με το προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν με λάθος τρόπο τον μηχανισμό που είναι ενσωματωμένος στο Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (JCPOA)». Δήλωσε επίσης ότι όλες οι επιλογές παραμένουν επί τάπητος εάν η διπλωματία αποτύχει και προειδοποίησε: «Εάν οι Ευρωπαίοι ακολουθήσουν αυτό το μονοπάτι, αυξάνουν στο μέγιστο τη μη προβλεψιμότητα και είναι υπεύθυνοι…για κάθε πιθανό μελλοντικό κίνδυνο». Οι χώρες E3 ήταν υπογράφουσες της διεθνούς συμφωνίας του 2015 (JCPOA) που όριζε περιορισμούς στις ιρανικές πυρηνικές δραστηριότητες με αντάλλαγμα άρση κυρώσεων, σε μια προσπάθεια να αποτραπεί η απόκτηση πυρηνικών όπλων — ένας ισχυρισμός που η Τεχεράνη αρνείται και για τον οποίο η Δύση και το Ισραήλ εκφράζουν ανησυχίες.
Από ηθικής σκοπιάς, η κατάσταση απαιτεί πράξεις που καθοδηγούνται από το καθήκον προς τη δικαιοσύνη, την αλήθεια και τον σεβασμό της διεθνούς νομιμότητας. Τα κράτη οφείλουν να συμπεριφέρονται ως σκοποί καθεαυτοί, όχι ως μέσα επίτευξης πολιτικών στόχων, και να επιδιώκουν διαφάνεια και ειλικρινή διαπραγμάτευση. Η υπεύθυνη συμμόρφωση με συμφωνίες, η αποφυγή μονομερών πιέσεων και η προτεραιοποίηση ειρήνης προστατεύουν όχι μόνο την ανθρωπότητα αλλά και το περιβάλλον από τις καταστροφικές συνέπειες των συγκρούσεων. Συνεπώς, η κοινή πρακτική πρέπει να στοχεύει στην έγκαιρη διπλωματική επίλυση, την τήρηση δεσμεύσεων και την ενίσχυση μηχανισμών εμπιστοσύνης που ωφελούν το κοινό καλό και τις μελλοντικές γενιές.