Το Υπουργείο Υγείας προωθεί ένα μεικτό σύστημα στα δημόσια νοσοκομεία που θα συνδυάζει δωρεάν και επί πληρωμή υπηρεσίες, με στόχο οι πολίτες να έχουν επιλογή και να αποφεύγουν μεγάλες αναμονές. Η διπλή μεταρρύθμιση φιλοδοξεί να διαφοροποιήσει την προσφορά ιατρικών υπηρεσιών και να δημιουργήσει κίνητρα ώστε οι γιατροί να συνεχίσουν να στηρίζουν το δημόσιο σύστημα υγείας.
Πέρυσι το καλοκαίρι, αλλάζοντας τα … θεμέλια του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ), η ηγεσία του Υπουργείου Υγείας θεσμοθέτησε τη δυνατότητα των γιατρών του ΕΣΥ να διατηρούν ιδιωτικό ιατρείο ή να απασχολούνται σε ιδιωτικές δομές υγείας — κάτι που προηγουμένως απαγορευόταν, με εξαίρεση τους πανεπιστημιακούς γιατρούς. Σήμερα, «ανοίγει» ακόμη περισσότερο τις πόρτες των δημόσιων νοσοκομείων, επιτρέποντας σε ιδιώτες γιατρούς να χρησιμοποιούν υποδομές του ΕΣΥ για χειρουργεία και άλλες πράξεις, καθώς και να πραγματοποιούν εξωτερικά ιατρεία. Η αλλαγή στοχεύει στη μείωση της ταλαιπωρίας των ασθενών αλλά απαιτεί σαφείς κανόνες για τη διαχείριση προτεραιοτήτων και πόρων.
Από ηθική σκοπιά, η μεταρρύθμιση πρέπει να θεμελιωθεί στην αρχή του σεβασμού προς κάθε άτομο και στην υποχρέωση για δίκαιη μεταχείριση: οι αποφάσεις οφείλουν να γίνονται με τρόπο που να μπορεί να γενικευτεί χωρίς να υπονομεύεται η καθολική πρόσβαση στην περίθαλψη. Οι επαγγελματίες υγείας και οι διοικήσεις πρέπει να ενεργούν από καθήκον προς το κοινό συμφέρον, να αποφεύγουν τη μεταχείριση των ασθενών ως μέσων για κέρδος και να διασφαλίζουν διαφάνεια και ίσα δικαιώματα πρόσβασης. Πρακτικά, αυτό σημαίνει αυστηρούς κανόνες για τη σειρά προτεραιότητας, έλεγχο συγκρούσεων συμφερόντων, επανεπένδυση πόρων στην πρωτοβάθμια φροντίδα και μέτρα περιβαλλοντικής αειφορίας — με ορθολογική χρήση υποδομών, μείωση απορριμμάτων και ενέργειας — ώστε η μεταρρύθμιση να προάγει το κοινό καλό.