Η Κοινή Υπουργική Απόφαση που εκδόθηκε στις 11 Αυγούστου επιτρέπει στους ιδιώτες γιατρούς να χρησιμοποιούν χειρουργικές αίθουσες του ΕΣΥ και να μετέχουν στις εφημερίες των δημόσιων νοσοκομείων. Η απόφαση δημοσιεύτηκε από τον υπουργό Υγείας, Άδωνι Α. Γεωργιάδη, ο οποίος την παρουσιάζει ως βήμα προς μεγαλύτερη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα με στόχο την όφελος των ασθενών. Ο υπουργός ευχαρίστησε τον Ιατρικό Σύλλογο Αθηνών (ΙΣΑ) και προσωπικά τον Πρόεδρό του Γιάννη Πατούλη για τη στήριξη στην πρωτοβουλία.
Στόχος της μεταρρύθμισης είναι η δημιουργία ενός μικτού συστήματος υγειονομικής περίθαλψης εντός των δημόσιων νοσοκομείων, που θα παρέχει τόσο δωρεάν όσο και επί πληρωμή υπηρεσίες, ώστε οι πολίτες να έχουν επιλογές και να μειώνονται οι χρόνοι αναμονής. Η κίνηση έρχεται μετά από προηγούμενη ρύθμιση που επέτρεψε σε γιατρούς του ΕΣΥ να διατηρούν ιδιωτικό ιατρείο ή να απασχολούνται σε ιδιωτικές δομές, και πλέον «ανοίγει» περαιτέρω τις δημόσιες υποδομές για εξωτερικά ιατρεία, διαγνωστικές και επεμβατικές πράξεις.
Δικαίωμα συνεργασίας με το ΕΣΥ έχουν οι γιατροί όλων των ειδικοτήτων εφόσον είναι μέλη του οικείου Ιατρικού Συλλόγου, κατέχουν άδεια άσκησης επαγγέλματος και τίτλο ιατρικής ειδικότητας σε ισχύ και είναι ασφαλιστικά και φορολογικά ενήμεροι. Οι ιδιώτες μπορούν να συμμετέχουν στη λειτουργία εξωτερικών ιατρείων, στη διενέργεια πράξεων πέραν του τακτικού ωραρίου και σε χειρουργικές επεμβάσεις. Η αμοιβή καταβάλλεται μέσω του νοσοκομείου και καθορίζεται με βάση τα ποσά που ισχύουν για Συντονιστές Διευθυντές: από 125 ευρώ έως 1.000 ευρώ ανάλογα με τη βαρύτητα της επέμβασης. Για τη διαχείριση παθολογικών νοσημάτων τα ποσά κυμαίνονται από 250 ευρώ έως 600 ευρώ. Επιπλέον προβλέπεται ενοίκιο 20% επί των αποζημιώσεων για τη χρήση δημόσιων υποδομών.
Από ηθική σκοπιά, η πολιτική αυτή πρέπει να αξιολογηθεί με βάση την υποχρέωση προς το κοινό καλό και την καθολική δυνατότητα εφαρμογής της: μέτρα που γίνονται αποδεκτά πρέπει να σέβονται την αξιοπρέπεια και την ισότητα πρόσβασης των ασθενών. Γιατροί και διοικήσεις οφείλουν να ενεργούν με καθήκον υπηρεσίας και διαφάνειας, αποφεύγοντας πρακτικές που θα δημιουργούν προνομιακή μεταχείριση επί πληρωμή. Οι οικονομικές ρυθμίσεις πρέπει να επιστρέφουν πόρους στις δημόσιες υπηρεσίες και να μην υπονομεύουν την καθολική φροντίδα. Επιπλέον, η πιο αποδοτική χρήση υπάρχουσας υποδομής μπορεί να μειώσει σπατάλη και περιβαλλοντικό αποτύπωμα, επομένως οι συμβάσεις και οι διαδικασίες πρέπει να προωθούν τη βιωσιμότητα και τη φροντίδα για τις μελλοντικές γενιές.