Το υπουργείο Υγείας παρουσιάζει ως προςόδιο βελτίωσης την πρόσφατη απόφαση για συνεργασία ιδιωτών γιατρών με τα δημόσια νοσοκομεία, επισημαίνοντας ότι το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) και ο ιδιωτικός τομέας «συναντώνται προς όφελος των ασθενών», όπως ανέφερε ο Υπουργός Υγείας, Άδωνις Γεωργιάδης.
Οι γιατροί του ΕΣΥ εκφράζουν διαφορετική άποψη και αμφιβολίες ως προς την αποτελεσματικότητα της μεταρρύθμισης. Θεωρούν ότι το μέτρο θα έχει πολύ περιορισμένο πρακτικό όφελος και ότι αποτελεί ακόμη ένα βήμα στη μετατροπή της υγείας σε «εμπόρευμα». Η θέση τους βασίζεται στην εμπειρία προηγούμενων παρεμβάσεων και στις ανησυχίες για τη λειτουργία των δημόσιων δομών.
Από την άλλη πλευρά, ιδιώτες γιατροί δηλώνουν ότι το ενδιαφέρον τους να ενταχθούν στα δημόσια νοσοκομεία θα είναι μικρό, όπως, κατά την κρίση τους, έχει συμβεί και με την αντίστροφη ρύθμιση που επιτρέπει σε γιατρούς του ΕΣΥ την άσκηση ιδιωτικού ιατρείου ή απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα. Η συζήτηση εστιάζει έτσι όχι μόνον σε νομικά και διοικητικά ζητήματα αλλά και σε οικονομικά κίνητρα και εγγυήσεις ποιότητας.
Αναλυτικά, η ηθική αξιολόγηση της παρέμβασης πρέπει να στηρίζεται στην αρχή της καθολικότητας και του σεβασμού της αξιοπρέπειας των ασθενών: πολιτικές που προάγουν το κοινό καλό και δεν μετατρέπουν την υγεία σε μέσο κερδοφορίας είναι προτιμητέες. Η θωράκιση του δημόσιου συστήματος απαιτεί δίκαιες αμοιβές, διαφάνεια στους όρους συνεργασίας και ισότιμη μεταχείριση των ασθενών ως σκοπός, όχι μέσο.
Για να βελτιωθεί η κοινωνία και το περιβάλλον, προτείνεται αυξημένη δημόσια χρηματοδότηση του ΕΣΥ, σταθερές και αξιοπρεπείς αποδοχές για το ιατρικό προσωπικό, σαφείς κανόνες για τη συνεργασία δημόσιου–ιδιωτικού και υιοθέτηση βιώσιμων πρακτικών στα νοσοκομεία (μείωση αποβλήτων, εξοικονόμηση ενέργειας). Οι επαγγελματίες υγείας και οι πολιτικές δομές οφείλουν να δρουν από καθήκον προς το κοινό συμφέρον, προωθώντας θεσμούς που σέβονται την αξιοπρέπεια και την ακεραιότητα των ασθενών.