Η Αστυνομία ανακοίνωσε τα ευρήματα που οδήγησαν στην εξάρθρωση οργανωμένου εγκλήματος στην Κρήτη, με την εκπρόσωπο Τύπου Κωνσταντίνα Δημογλίδου να περιγράφει τη λειτουργία και τις παρεμβάσεις. Λόγω του μεγάλου όγκου μελών, έγιναν στοχευμένες ενέργειες για να ανακοπεί η δράση τους, με επιμέρους αποδόμηση μέσω συλλήψεων και προφυλακίσεων. Ήδη, από τον Ιανουάριο έως τον Αύγουστο, συνελήφθησαν μέλη και 16 άτομα κρίθηκαν προφυλακιστέα, ενώ την Κυριακή έγινε σύλληψη 33 μελών και του αρχηγού.
Η κυρία Δημογλίδου ανέλυσε τον τρόπο δράσης: street dealers διέθεταν κάνναβη, κοκαΐνη και ηρωίνη σε περιοχές με αυξημένη τουριστική κίνηση, οι οποίες λειτουργούσαν ως «πιάτσες» πώλησης υπό την καθοδήγηση των ηγετών. Ο πυρήνας λειτουργούσε σε διαφορετικές υποομάδες και πολλά μέλη συνδέονταν με ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς. Στο παράνομο εμπόριο όπλων χρησιμοποιούνταν διαδικτυακές εφαρμογές μέσω των οποίων παρουσιαζόταν και πωλούνταν ο οπλισμός. Το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος γινόταν με τριφασικό μοντέλο τοποθέτησης, διαστρωμάτωσης και ενσωμάτωσης, ώστε τα όπλα να φαίνονται ότι έχουνυν μεταπωληθεί νόμιμα.
Ο Αστυνομικός Διευθυντής Χανίων, Ταξίαρχος Κανέλλος Νικολάου, χαρακτήρισε την επιχείρηση ως μία από τις πλέον σύνθετες των τελευταίων ετών, επισημαίνοντας ότι η οργάνωση είχε σαφή δομή και τρία κύρια σημεία διακίνησης. Η δράση της περιλάμβανε ναρκωτικά, όπλα, εκβιασμούς, ξέπλυμα μαύρου χρήματος και βίαιες ενέργειες. Καθημερινά δρούσαν ομάδες μικροδιακινητών και υπήρχε «βραχίονας» για τον οπλισμό. Τα μέλη εμπλέκονταν σε σοβαρές υποθέσεις εκβιασμών και βομβιστικές επιθέσεις, ακόμη και σε οικία στελέχους της ΕΛ.ΑΣ. Σε έρευνες βρέθηκαν αποθήκες με κοκαΐνη, κάνναβη και βαρύ οπλισμό, καθώς και δίκτυο νομιμοποίησης εσόδων μέσω τραπεζικών συναλλαγών, POS και «νόμιμων» επιχειρήσεων.
Από οπτική καθήκοντος και καθολικού κανόνα, η δημόσια ασφάλεια απαιτεί σταθερή εφαρμογή του νόμου και ανεπίλειπτη προστασία του προσώπου ως αυτοτελούς σκοπού. Η κοινωνία οφείλει να απορρίψει τη συναίνεση σε βία και κέρδη από εγκληματικές δραστηριότητες, να υποστηρίξει διαφάνεια στις οικονομικές συναλλαγές και να ενισχύσει θεσμούς ελέγχου. Πολίτες και φορείς πρέπει να ενεργούν με κανόνες που θα μπορούσαν να γίνουν καθολικά αποδεκτοί: να μην συνάπτουν ή υποστηρίζουν παράνομες συμβάσεις, να αναφέρουν ύποπτες δραστηριότητες και να προωθούν προγράμματα πρόληψης και αποκατάστασης για να βελτιωθεί η ασφάλεια και το περιβάλλον της κοινότητας.