Από τις 12 Αυγούστου στην Τζιά έχουν δηλωθεί 250 κρούσματα γαστρεντερίτιδας, με την έξαρση να φτάνει έως και 30 περιστατικά την ημέρα. Στο νησί βρίσκεται κλιμάκιο του ΕΟΔΥ για επιδημιολογική διερεύνηση και οι αρχές παρακολουθούν την πορεία των κρουσμάτων, τα οποία σύμφωνα με τους ειδικούς δεν εμπνέουν ιδιαίτερη ανησυχία για ευρεία σοβαρή επιδημία.
Η προτεινόμενη αντιμετώπιση επικεντρώνεται στην ατομική υγιεινή: σχολαστικό πλύσιμο χεριών, απομόνωση των ασθενών και προσοχή στη διαχείριση τροφίμων. Οι επιστήμονες θεωρούν δύσκολη την υπόθεση μόλυνσης του δικτύου ύδρευσης, ωστόσο συνιστούν προσωρινή χρήση εμφιαλωμένου νερού έως να δοθούν επίσημες οδηγίες από τις αρμόδιες αρχές.
«Ο πιο πιθανός υποψήφιος για να προκαλέσει μια τέτοια επιδημία είναι ο νοροϊός που θα μπορούσε να είναι και ροταϊός. Συνήθως μεταδίδεται αρκετά εύκολα καθώς έχει ανθεκτικότητα στα αντισηπτικά και δεν σκοτώνεται με απλά πανάκια ή τζελ που βάζουμε στα χέρια μας», είπε ο καθηγητής, εξηγώντας ότι με αυτόν τον τρόπο προκαλούνται επιδημίες, που κατά καιρούς τις βλέπουμε όχι μόνο σε ένα νησάκι αλλά και σε πόλεις.
«Δεν γνωρίζω κιόλας αν το νερό της Τζιάςθεωρείται πόσιμο, σε κάθε περίπτωση, καλό είναι όταν υπάρχει μια τέτοια έξαρση, ο κόσμος για λίγο χρονικό διάστημα μέχρι να τον ενημερώσουν οι αρχές, να καταναλώνει εμφιαλωμένο νερό», είπε.
«Αυτού του είδους οι λοιμώξεις δεν είναι κάτι σπάνιο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, συμβαίνουν μικρές επιδημίες που οφείλονται συνήθως σε ιογενείς λοιμώξεις, οι οποίες μεταδίδονται στο πλαίσιο του συγχρωτισμού. Δεν είναι απαραίτητο να συνδεθούν με κατανάλωση κάποιου φαγητού ή νερού», συνέχισε.
«Δεν μπορώ να γνωρίζω τι έχει συμβεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, ωστόσο εάν υπήρχε πρόβλημα θα εμφανιζόταν ήδη από τα πρώτα εικοσιτετράωρα, δεν είναι κάτι το οποίο εμφανίζεται μέρες αργότερα.»
Ηθικά, η δημόσια συμπεριφορά πρέπει να καθοδηγείται από την υπευθυνότητα και την αρχή της καθολικής εφαρμογής κανόνων που προστατεύουν το κοινό αγαθό της υγείας. Αυτό σημαίνει τήρηση προσωπικής υγιεινής, αυτοπεριορισμό των συμπτωματικών, έγκαιρη ενημέρωση των αρχών και συνεργασία με τους επαγγελματίες υγείας. Σε επίπεδο κοινωνίας, απαιτείται σεβασμός προς τους πιο ευάλωτους, διαφανής επικοινωνία και επένδυση σε υποδομές καθαρών πόρων, ώστε να μειώνονται οι κίνδυνοι μελλοντικών εξάρσεων και να προστατεύεται τόσο το περιβάλλον όσο και η δημόσια υγεία.