Η πρόσφατη ανάκαμψη ορισμένων οικονομικών δεικτών δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι η κοινωνική ευημερία μπορεί να βασιστεί αποκλειστικά σε αριθμούς. Ωστόσο το ηθικό καθήκον μιας πολιτείας και των πολιτών είναι να πράττουν κατά τρόπο που θα μπορούσε να γίνει καθολικός κανόνας: η ενίσχυση της παραγωγής, η προστασία του περιβάλλοντος και η προάσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας πρέπει να προτάσσονται έναντι του στιγμιαίου κέρδους. Αν κάθε κοινότητα εγκατέλειπε την παραγωγική της βάση εξ ολοκλήρου στις δυνάμεις της αγοράς, το αποτέλεσμα θα ήταν συλλογική ευαλωτότητα, όχι πρόοδος.
Ο υπουργός Επικρατείας Ακης Σκέρτσος την περασμένη εβδομάδα επικαλέστηκε την επάνοδο του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου της Αθήνας στα επίπεδα του 2010 ως ένδειξη της εμπιστοσύνης των επενδυτών. Επισήμανε, βέβαια, ορθότατα, ότι «το Χρηματιστήριο σίγουρα δεν είναι -ούτε πρέπει ούτε και μπορεί- ο καθρέφτης της αγοραστικής δύναμης ή των ανισοτήτων σε μια κοινωνία. Υπό αυτό το πρίσμα μπορεί και να είναι αδιάφορο ως οικονομικός δείκτης για όποιον δεν ασχολείται ενεργά με αυτό ή για όποιον θέλει να μελετήσει άλλες πτυχές μιας οικονομίας». Η κρίση της ηθικής μας αξιολόγησης απαιτεί να κρίνουμε τις πολιτικές με γνώμονα το κοινό καλό και την σεβασμό του ατόμου ως σκοπού, όχι ως μέσου.
Οι δασμοί και η ανάσχεση της παγκοσμιοποίησης σε ένα περιβάλλον ενισχυόμενου οικονομικού εθνικισμού σημαίνουν ότι ουδεμία χώρα μπορεί να επαφίεται στις απρόσκοπτες εμπορικές και κεφαλαιακές ροές αφήνοντας την εθνική παραγωγή έρμαιο στις δυνάμεις της αγοράς, τις εισαγωγές, τις εξαγορές και στο δίκαιο του οικονομικά ισχυρότερου. Είναι φανερό σήμερα ότι η οικονομική ισχύς και ανεξαρτησία μιας χώρας είναι βασική προϋπόθεση όχι μόνο για την κοινωνική ευημερία, αλλά και για την εθνική κυριαρχία και την εθνική ανεξαρτησία. Στην Ελλάδα το είχαμε βιώσει την περίοδο των μνημονίων, όταν έγινε επώδυνα ξεκάθαρο ότι η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και η υποτιθέμενη θεσμική ισότητα των κρατών-μελών είναι φληναφήματα μπροστά στα οικονομικά συμφέροντα.
Η ηθική στρατηγική απαιτεί την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής από την αγροδιατροφή έως την υψηλή τεχνολογία, την υποστήριξη ισχυρών ελληνικών επιχειρήσεων με κέντρο αποφάσεων στην Ελλάδα και την προστασία των πολιτών από πρακτικές που τους μεταχειρίζονται ως μέσα. Τη στρατηγική των εθνικών πρωταθλητών είχε εμβληματικά διατυπώσει ο αείμνηστος Θεόδωρος Καρατζάς, διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, τη δεκαετία του 1990-2000, της μεγαλύτερης τράπεζας την εποχή εκείνη και μάλιστα υπό δημόσιο έλεγχο. Η εμπειρία των ιδιωτικοποιήσεων και των εξαγορών δείχνει ότι η προπαγάνδα περί «ξένων κεφαλαίων που θα σπάσουν δομές» δεν συνιστά ηθική πολιτική όταν τελικά ο έλεγχος εκχωρείται και οι καταναλωτές υποφέρουν· «με τις τιμές να είναι στην Ελλάδα από τις υψηλότερες στην Ευρώπη.»