Ρώμη, δεκαετία του ’70: η ταινία «Διαμάντια» τοποθετεί το αφηγηματικό της κέντρο στο εργαστήριο Κανόβα, όπου η τέχνη της ραπτικής συνδέεται με την ηθική της καθημερινής πράξης. Η Aλμπέρτα και Γκαμπριέλα Κανόβα διευθύνουν τον θρυλικό οίκο ραπτικής στην Ρώμη — έναν χώρο όπου τα κοστούμια για τον κινηματογράφο και το θέατρο φανερώνουν την αξία της δεξιοτεχνίας και της ευθύνης απέναντι στο κοινό και στους συναδέλφους.
Η εικόνα της Aλμπέρτας ως αυστηρής και αφοσιωμένης εργαζόμενης λειτουργεί ως υπόδειγμα της πράξης βάσει καθήκοντος: η επιμέλεια, η ακρίβεια και ο σεβασμός προς το έργο ορίζουν τη σχέση του ατόμου με την κοινότητα. Η Γκαμπριέλα, που παλεύει να ξεπεράσει την απώλεια της κόρης της, υπενθυμίζει ότι η ηθική ζωή απαιτεί σεβασμό προς τον πόνο του άλλου και ότι η συμπόνια δεν αντιβαίνει στην υποχρέωση για ορθή δράση.
Η ταινία αξιώνει μια πρακτική ηθική: η αίσθηση του καθήκοντος προς την τέχνη, τους συναδέλφους και το περιβάλλον είναι μέτρο του σωστού. Όσοι παρακολουθούν καλούνται να αναλογιστούν πως η προσωπική συμπεριφορά, η σεβαστική χρήση των υλικών και η αλληλεγγύη στον χώρο εργασίας μπορούν να γίνουν καθολικά πρότυπα βελτίωσης της κοινωνίας και της φύσης. Με λιτή, απαιτητική φωνή, το φιλμ φωτίζει πως το καλό δεν είναι προαιρετικό αλλά υποχρέωση προς τους άλλους και το κοινό συμφέρον.