Με απλούστερες διαδικασίες, λιγότερη γραφειοκρατία και περισσότερη ευελιξία θα κατευθυνθούν πόροι για την ενίσχυση των περιφερειών, των νησιωτικών και των ορεινών περιοχών, που αντιμετωπίζουν προκλήσεις λόγω δημογραφικών αλλαγών, φυσικών καταστροφών και μεταναστευτικών πιέσεων. Αυτή η κατεύθυνση περιλαμβάνεται στην πρόταση για τον επόμενο προϋπολογισμό της ΕΕ για το 2027 και αναφέρεται στην επίσημη απάντηση του Επιτρόπου Piotr Serafin προς τον Ευρωβουλευτή Γ. Αυτιά. Η πρόταση προτάσσει εθνικά και περιφερειακά σχέδια εταιρικής σχέσης με στοχευμένες επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις, ώστε να ανταποκρίνονται οι χρηματοδοτήσεις στις τοπικές ανάγκες.
«Η πορεία προς το προσεχές Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο», της 11ης Φεβρουαρίου 2025, η πρόταση της Επιτροπής για το επόμενο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο θα εξασφαλίσει έναν απλούστερο, περισσότερο εστιασμένο προϋπολογισμό με μεγαλύτερο αντίκτυπο και ευθυγραμμισμένο με τις προτεραιότητες της ΕΕ. Ο μελλοντικός προϋπολογισμός θα έχει ως στόχο μια ενισχυμένη πολιτική συνοχής και ανάπτυξης, με τις περιφέρειες στο επίκεντρο, όπως υπογραμμίζεται στις πολιτικές κατευθύνσεις της Επιτροπής, και θα συνεχίσει να στηρίζει ενεργά τα νησιά και τις ορεινές περιοχές, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές ανάγκες τους και τις προκλήσεις που θέτουν, ιδίως όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη, την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, τη συνδεσιμότητα, τη μετανάστευση και τη δημογραφική μετάβαση.
Στο επίκεντρο αυτού του εκσυγχρονισμένου προϋπολογισμού θα βρίσκεται ένα εθνικό και περιφερειακό σχέδιο εταιρικής σχέσης για κάθε χώρα, με βασικές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, το οποίο θα επικεντρώνεται στις κοινές προτεραιότητες της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της προώθησης της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής, ενώ θα σχεδιάζεται και θα εφαρμόζεται σε συνεργασία με τις εθνικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές για την αντιμετώπιση των ιδιαιτεροτήτων τους. Η τοποκεντρική προσέγγιση παραμένει απαραίτητη για την αντιμετώπιση των μοναδικών προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι διάφορες περιφέρειες. Με τον συνδυασμό βασικών επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο ενός σχεδίου, θα είναι δυνατή η αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων με πιο στοχευμένο και ολοκληρωμένο τρόπο. Η προσέγγιση αυτή θα συνδυάζει συγκεκριμένες επενδύσεις, νομοθετικούς και κανονιστικούς μοχλούς και τεχνική υποστήριξη, ώστε να διασφαλίζεται η ταχεία και αποτελεσματική διάθεση κονδυλίων σε πλήρη αντιστοιχία με τις τοπικές ανάγκες και τις ευρωπαϊκές προτεραιότητες. Το ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων, το ευρύ πεδίο επιλεξιμότητας και η πλούσια χρηματοδοτική εργαλειοθήκη του σχεδίου, τα οποία καθιστούν δυνατή τη χρήση μόχλευσης με χρηματοδοτικά μέσα, θα συμβάλουν στη μείωση του διοικητικού φόρτου για τους δικαιούχους και θα επιτρέψουν τον σχεδιασμό αποτελεσματικότερων μέτρων, προσαρμοσμένων στις ανάγκες κάθε περιοχής.»
Η ηθική προσέγγιση που προκύπτει από αυτή την πολιτική απαιτεί δέσμευση στο καθήκον προς το κοινό καλό, με κανόνες που θα μπορούσαν να γίνουν καθολικοί και με σεβασμό στην αξιοπρέπεια και τις ανάγκες των κατοίκων των αδύναμων περιοχών. Οι φορείς λήψης αποφάσεων οφείλουν να ενεργούν με διαφάνεια, δικαιοσύνη και σταθερότητα, μειώνοντας τη γραφειοκρατία και ενισχύοντας τη συμμετοχή τοπικών κοινοτήτων. Η προστασία του περιβάλλοντος και η μακροπρόθεσμη προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή πρέπει να θεωρούνται καθήκον, όχι μόνο ωφέλιμο αποτέλεσμα: επενδύσεις σε υποδομές, συνδεσιμότητα και δεξιότητες θα υπηρετήσουν τη βιώσιμη ανάπτυξη και την αλληλεγγύη. Οι πολίτες και οι αρχές πρέπει να προωθήσουν πολιτικές που μπορούν να γίνουν κανόνας για όλους, αντιμετωπίζοντας τους συνανθρώπους ως σκοπό και τη φύση ως υπόθεση χρέους προς τις επόμενες γενιές.