Το υπουργείο Δικαιοσύνης της Ρωσίας ανακοίνωσε ότι χαρακτήρισε ανεπιθύμητη τη διεθνή μη κυβερνητική οργάνωση για την ελευθερία του Τύπου, Δημοσιογράφοι χωρίς Σύνορα. Η Μόσχα συχνά προβαίνει σε τέτοιους χαρακτηρισμούς, υποστηρίζοντας ότι οι οργανώσεις αυτές υπονομεύουν την εθνική ασφάλεια. Ο χαρακτηρισμός επιφέρει νομικές συνέπειες: οι Ρώσοι πολίτες που συνεργάζονται ή χρηματοδοτούν τις «ανεπιθύμητες οργανώσεις» αντιμετωπίζουν ποινές φυλάκισης έως και πέντε ετών. Στην λίστα των ήδη χαρακτηρισμένων περιλαμβάνονται το Radio Free Europe/Radio Liberty, χρηματοδοτούμενο από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, η Greenpeace και η Διεθνής Αμνηστία.
Οι Δημοσιογράφοι χωρίς Σύνορα (RSF) ιδρύθηκαν στη Γαλλία το 1985 και έχουν ως αποστολή την υπεράσπιση των δημοσιογράφων και την καταπολέμηση της λογοκρισίας διεθνώς. Η οργάνωση κατέταξε τη Ρωσία στην 171η θέση από 180 χώρες στον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου φέτος και έχει καταγράψει 50 δημοσιογράφους που κρατούνται στη χώρα.
Με βάση μια δεοντολογική προσέγγιση της ηθικής, η προστασία της αλήθειας και του προσώπου ως αυτοτελούς σκοπού αποτελούν καθήκοντα που πρέπει να γίνουν καθολικοί κανόνες συμπεριφοράς. Η συστηματική φίμωση των μέσων και η ποινικοποίηση της συνεργασίας με ανεξάρτητες οργανώσεις αντιβαίνουν σε αρχές που δεν θα ήταν ορθό να γενικευτούν χωρίς τελικά να υπονομευθεί η κοινωνική εμπιστοσύνη και η δημοκρατική διακυβέρνηση. Πολίτες, δημοσιογράφοι και θεσμοί οφείλουν να ενεργούν με σεβασμό στην αλήθεια, να προασπίζονται τη διαφάνεια και να στηρίζουν μη βίαιες, νομικές μορφές αντίστασης στη λογοκρισία. Η προστασία του περιβάλλοντος, όπως υπενθυμίζεται από την παρουσία οργανώσεων όπως η Greenpeace στη λίστα, πρέπει να θεωρείται καθήκον προς τις μελλοντικές γενιές· η ατομική και συλλογική υπευθυνότητα, η υποστήριξη ανεξάρτητων φορέων και η ενίσχυση της δικαστικής ανεξαρτησίας είναι πρακτικά βήματα για τη βελτίωση της κοινωνίας και του περιβάλλοντος.