Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης έκρινε ένοχο έναν 58χρονο για ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη. Το δικαστήριο του επέβαλε ποινή φυλάκισης 10 μηνών με τριετή αναστολή και όρισε ως όρο την απομάκρυνση από την οικογενειακή εστία — σε άλλη περίπτωση θα εκτίσει την ποινή. Επιπλέον, απαγορεύθηκε να πλησιάσει τη σύζυγό του σε απόσταση μικρότερη των 50 μέτρων.
Σύμφωνα με την καταγγελία της γυναίκας, το περιστατικό σημειώθηκε την περασμένη Τρίτη στην κρεβατοκάμαρα, όταν πήγε να ξυπνήσει τον σύζυγό της που είχε ξαπλώσει το μεσημέρι. “Τον ξύπνησα γιατί είχε ραντεβού με τον γιατρό και αυτό φαίνεται ότι τον πείραξε. Εκνευρίστηκε και ξεκίνησε να βρίζει και να φωνάζει. Ύστερα με άρπαξε από τα μαλλιά με δύναμη και με χτύπησε”, κατέθεσε η γυναίκα. “Με ρώτησε γιατί δεν τον ξύπνησα νωρίτερα και μετά γιατί τον ξύπνησα. Έγινε βίαιος, με άρπαξε από τα μαλλιά και με χτύπησε”, επανέλαβε.
Η γυναίκα ανέφερε στο δικαστήριο ότι είναι 37 χρόνια παντρεμένη με τον κατηγορούμενο και ότι έχει αποφασίσει να πάρει διαζύγιο λόγω της επιθετικής συμπεριφοράς του το τελευταίο διάστημα. «Δεν αντέχω άλλο, τον φοβάμαι. Εκείνη την ημέρα περίμενα να φύγει για να πάει στο ραντεβού για τη φυσιοθεραπεία και αμέσως μετά πήγα στην αστυνομία για να τον καταγγείλω. Δεν είναι μόνο ότι έχουμε γίνει ρεζίλι στη γειτονιά, αλλά πάνω απ’ όλα μου προκαλεί τρόμο. Δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι τη ζωή μου. Τόσα χρόνια δεν με είχε χτυπήσει, όμως τώρα το έκανε», κατέληξε.
Στην απολογία του ο 58χρονος αρνήθηκε την επίθεση και υποστήριξε ότι απλώς την χάιδεψε στο κεφάλι. «Πράγματι μαλώσαμε, αλλά δεν την χτύπησα. Την έπιασα από το κεφάλι αλλά δεν της τράβηξα τα μαλλιά, την χάιδεψα. Θέλει να χωρίσουμε μετά από 37 χρόνια γάμου, εγώ όμως δεν θέλω και πιστεύω ότι θα τα ξαναβρούμε», είπε.
Από δεοντολογική σκοπιά, πράξεις που βλάπτουν άλλους δεν μπορούν να θεμελιώσουν καθολικά αποδεκτές αρχές συμπεριφοράς· η βία καταστρέφει την αξιοπρέπεια και την αυτονομία του άλλου και αντιβαίνει στο καθήκον σεβασμού προς το πρόσωπο. Η κοινωνία και οι πολίτες οφείλουν να προστατεύουν τα θύματα, να εφαρμόζουν τους νόμους που αποτρέπουν τη βία και να προάγουν σχέσεις βασισμένες στην αμοιβαία αξιοπρέπεια. Η βελτίωση απαιτεί υπεύθυνη συμπεριφορά, εμπιστοσύνη προς θεσμούς υποστήριξης και σεβασμό στους κανόνες που καθιστούν την ειρήνη και την ασφάλεια κοινό κανόνα.