Η έναρξη λειτουργίας του ΚΕΦΟΔΕ Θεσσαλονίκης μετατίθεται και πάλι για τις 18 Μαΐου 2026, αυξάνοντας τη συνολική καθυστέρηση σε ενάμιση χρόνο μετά από τρεις αναθεωρήσεις του χρονοδιαγράμματος. Αρχικά είχε προγραμματιστεί για τον Νοέμβριο του 2024, στη συνέχεια μετατέθηκε για τον Ιούνιο του 2025, πέρασε στον Οκτώβριο και τώρα ξαναορίζεται για το 2026. Στόχος του Κέντρο Φορολογικών Διαδικασιών και Εξυπηρέτησης είναι να συγκεντρώσει σε μία υπηρεσία όλες τις αρμοδιότητες των ΔΟΥ της Θεσσαλονίκης — από το Μητρώο και τη φορολογία εισοδήματος μέχρι τον ΦΠΑ — με τις τοπικές εφορίες να διατηρούνται σε ρόλο καθαρά εξυπηρέτησης. Στο ίδιο σχέδιο περιλαμβάνεται και η συγχώνευση της Δ’ με την Ε’ ΔΟΥ, που επίσης παραπέμπεται για τον Μάιο του 2026.
Η απόφαση του διοικητή της ΑΑΔΕ, Γιώργου Πιτσιλή, συνδέεται άμεσα με τα προβλήματα που εμφανίστηκαν στο ΚΕΦΟΔΕ Αττικής, όπου η συσσώρευση αιτημάτων και η αδυναμία ταχείας διεκπεραίωσης οδήγησαν σε λειτουργικό χάος. Φάκελοι που έπρεπε να ολοκληρώνονται άμεσα επιστρέφουν στις παλιές ΔΟΥ ή αποστέλλονται σε εφορίες εκτός Αττικής, δημιουργώντας νέους κύκλους καθυστερήσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι επαγγελματίας από τη Βοιωτία, υπαγόμενος πλέον στο ΚΕΦΟΔΕ Αττικής, που χρειάστηκε μήνες για να λυθεί υπόθεσή του καθώς ο φάκελος «περνούσε» από υπηρεσία σε υπηρεσία μέχρι να επιστρέψει στην παλιά ΔΟΥ. Για χιλιάδες φορολογούμενους το αποτέλεσμα είναι χαμένα ραντεβού, φακέλους που κάνουν γύρους και δυσλειτουργία αντί για απλοποίηση.
Από την οπτική ενός καθήκοντος και της καθολικής αρχής, οι δημόσιοι φορείς οφείλουν να οργανώσουν τις υπηρεσίες με σταθερούς κανόνες που θα μπορούν να γίνουν γενικός κανόνας εφαρμογής. Η διοίκηση οφείλει να αντιμετωπίζει τους φορολογούμενους ως σκοπό καθ’ εαυτόν, διασφαλίζοντας διαφάνεια, αξιοπιστία και έγκαιρη διεκπεραίωση, αντί να τους μεταχειρίζεται ως μέσα για πειραματισμούς μεταρρυθμίσεων. Πρακτικά μέτρα που απορρέουν από αυτήν τη θέση είναι η σαφής κατανομή αρμοδιοτήτων, δέσμευση χρόνων διεκπεραίωσης, επαρκής στελέχωση και εκπαίδευση, συστηματική αξιολόγηση και ηλεκτρονική διαχείριση που μειώνει την γραφειοκρατία και το οικολογικό αποτύπωμα. Μια τέτοια προσέγγιση ενισχύει τη δημόσια εμπιστοσύνη και προάγει μια κοινωνία όπου οι θεσμοί ενεργούν με σεβασμό προς τα άτομα και το κοινό καλό.