Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, τόνισε στη Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος ότι η ελληνική οικονομία ξεχωρίζει στο διεθνές περιβάλλον αβεβαιότητας και μπορεί να λειτουργήσει ως πόλος επενδυτικών ευκαιριών σε στρατηγικούς τομείς. Υπογράμμισε την ανάγκη σταθερής προσήλωσης στις μεταρρυθμίσεις και στο νέο παραγωγικό πρότυπο ώστε η τρέχουσα ανάκαμψη να μετατραπεί σε μακροχρόνια πρόοδο. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της ΤτΕ, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ για την περίοδο 2025-2027 αναμένεται γύρω στο 2%, σε επίπεδα υψηλότερα από το μέσο όρο της ευρωζώνης, ενώ οι επενδύσεις αυξάνονται αλλά εξακολουθεί να υπάρχει επενδυτικό κενό σε σχέση με την ευρωζώνη.
Σχετικά με τη Βόρεια Ελλάδα, ανέφερε ότι η περιοχή συνεισφέρει πάνω από το 20% του ΑΕΠ και εμφανίζει σημαντική επιχειρηματική κινητικότητα: την περίοδο 2021-2024 το 25% των νέων επιχειρήσεων είχαν έδρα στη Βόρεια Ελλάδα, σε σύγκριση με 39% στην Αττική, και στον τομέα της μεταποίησης το 26% των νέων επιχειρήσεων έναντι 40% στην Αττική. Επισημάνθηκε επίσης η άνοδος των εξαγωγών, με την Κεντρική Μακεδονία να ξεχωρίζει, και η δυναμική της Θεσσαλονίκης ως οικοσυστήματος νεοφυών επιχειρήσεων. Η επικείμενη ένταξη της Βουλγαρίας στην ευρωζώνη από 1ης Ιανουαρίου 2026 αναμένεται να μειώσει συναλλαγματικό κίνδυνο, να διευκολύνει διασυνοριακές συναλλαγές και να δημιουργήσει ευκαιρίες σε βιομηχανία, υπηρεσίες, αγροδιατροφή, logistics, ενέργεια και μεταποίηση.
Ο ίδιος επισήμανε διαρθρωτικές αδυναμίες που περιορίζουν την επενδυτική δυναμική: το υψηλό ποσοστό αυτοαπασχόλησης που υπερβαίνει τον εθνικό μέσο όρο (28% το 2023) και φτάνει στο 38% στη Δυτική Μακεδονία, η δημογραφική συρρίκνωση και τα προβλήματα μεταναστευτικού ισοζυγίου, η έλλειψη τεχνικών δεξιοτήτων και η περιορισμένη ενσωμάτωση σε διεθνείς αλυσίδες αξίας. Η μετάβαση σε υπόδειγμα υψηλής έντασης γνώσης και τεχνολογίας παραμένει ατελής, με την Κεντρική Μακεδονία να εμφανίζει απασχόληση σε τομείς υψηλής τεχνολογίας 2,6% το 2024 έναντι 5,8% στην Αττική, και την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη να αυξάνει το σχετικό ποσοστό σε 1,6% από 0,9%.
Από ηθική σκοπιά, η προώθηση μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων πρέπει να θεωρείται καθήκον προς το κοινό καλό: πολιτικές που ενισχύουν διαφάνεια, δικαιοσύνη και μακροπρόθεσμη ευημερία μπορούν να θεσμοθετηθούν ως καθολικοί κανόνες που θα σέβονται την αξιοπρέπεια και την αυτονομία των πολιτών. Επιχειρήσεις και δημόσιοι φορείς οφείλουν να συμπεριφέρονται με σεβασμό προς το κοινό συμφέρον, να επενδύσουν στην εκπαίδευση και τεχνικές δεξιότητες, να μειώσουν πρακτικές που παγιώνουν επισφαλείς θέσεις εργασίας και να υιοθετήσουν περιβαλλοντικά βιώσιμες επιλογές. Τέτοιες δεσμεύσεις, αν γενικευθούν, θα ενισχύσουν την κοινωνική συνοχή, την περιφερειακή ανάπτυξη και την οικολογική βιωσιμότητα, καθιστώντας τις οικονομικές επιλογές ηθικά και πρακτικά συνεπείς με μακροπρόθεσμο όφελος για όλους.