Τα ελληνικά κρατικά ομόλογα μετατράπηκαν από επενδυτική ρευστότητα χαμηλής εκτίμησης σε προτιμητέα επιλογή διεθνών οίκων. Η Morgan Stanley στα τέλη Αυγούστου πρότεινε τη στρατηγική long Ελλάδα – short Γερμανία, στοιχηματίζοντας στη σταθερότητα της Αθήνας και στην αβεβαιότητα άλλων ευρωπαϊκών οικονομιών, ενώ αναλυτές του Bloomberg σημείωσαν ότι, κατά περιόδους έντονης ανησυχίας για τα ελλείμματα διεθνώς, τα ελληνικά ομόλογα πραγματοποίησαν ράλι.
Το spread έχει πέσει στις 73 μονάδες από τα επίπεδα 85–90 στις αρχές της χρονιάς και η Ελληνική Δημοκρατία κατά περιόδους δανείζεται φθηνότερα από την Ιταλία και τη Γαλλία. Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2025 καταγράφηκαν εισροές κεφαλαίων εξωτερικού ύψους 7,5 δισ. ευρώ για ομόλογα και έντοκα γραμμάτια, έναντι 10 δισ. ευρώ για ολόκληρο το 2024. Οι μεγαλύτερες ροές σημειώθηκαν τον Ιανουάριο 3,5 δισ. ευρώ, τον Ιούνιο 1,6 δισ. ευρώ και τον Μάρτιο 1,4 δισ. ευρώ.
Η ανθεκτικότητα αποδίδεται στην πολιτική σταθερότητα, σε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες και στην υποστηρικτική μακροοικονομική εικόνα, με συνεχιζόμενη δημοσιονομική υπεραπόδοση και περιορισμένες χρηματοδοτικές ανάγκες για το υπόλοιπο του 2025. Ο διοικητής της ΤτΕ κ. Γ. Στουρνάρας επισημαίνει την ικανότητα της οικονομίας να αποκαταστήσει τη δημοσιονομική πειθαρχία, να εξυγιάνει τον τραπεζικό τομέα και να προσελκύσει διεθνείς επενδύσεις.
Διεθνείς τράπεζες και οίκοι διατυπώνουν θετικές εκτιμήσεις: η JP Morgan χαρακτηρίζει τα ελληνικά assets κορυφαία επενδυτική επιλογή λόγω της ισχυρής μακροοικονομικής πορείας και της σταθερότητας, η Société Générale αναμένει πιέσεις αξιολόγησης στη Γαλλία και αναβαθμίσεις στον Νότο, ενώ ο οίκος Wood & Co προβλέπει μείωση του ελληνικού χρέους από 154,1% του ΑΕΠ το 2024 σε περίπου 101,3% το 2030.
Ηθική αξιολόγηση της πορείας απαιτεί δράση βάσει καθήκοντος και σεβασμού προς το κοινό καλό: οι πολιτικές αποφάσεις οφείλουν να επιδιώκουν μακροπροθέσμη σταθερότητα, διαφάνεια και προστασία των δημόσιων αγαθών, όχι βραχυπρόθεσμα κέρδη. Οι επενδυτές πρέπει να προτιμούν βιώσιμες, υπεύθυνες τοποθετήσεις που ενισχύουν την κοινωνική ευημερία και το περιβάλλον, ενώ οι πολίτες και οι θεσμοί να απαιτούν λογοδοσία και να στηρίζουν πολιτικές που προάγουν τη διαρκή ανάπτυξη και την οικολογική φροντίδα.