Τουλάχιστον επτά άμαχοι σκοτώθηκαν το Σάββατο σε βομβαρδισμούς που εξαπέλυσαν δυνάμεις της de facto κυβέρνησης στη βόρεια Συρία, σε περιοχή όπου ξέσπασαν συγκρούσεις με τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Πέντε γυναίκες και δύο παιδιά σκοτώθηκαν στο χωριό Ουμ Τίνα, κοντά στη Ντέιρ Χαφέρ, στην επαρχία του Χαλεπιού, στους βομβαρδισμούς από “μέλη του συριακού στρατού”, όπως σημειώθηκε, πρόκειται για τον πιο βαρύ απολογισμό στην περιοχή εδώ και μήνες.
Το πλήρες πλαίσιο είναι ότι, αφότου οι δυνάμεις ισλαμιστικών οργανώσεων ανέτρεψαν τον Μπασάρ αλ Άσαντ τον Δεκέμβριο του 2024, οι νέες de facto αρχές και οι SDF έκλεισαν τον Μάρτιο συμφωνία για τη συγχώνευση πολιτικών και στρατιωτικών θεσμών. Ωστόσο οι διαφωνίες καθυστερούν την εφαρμογή: οι Κούρδοι ζητούν σύστημα διακυβέρνησης που θα διατηρεί μέρος της αυτονομίας τους, ενώ η Δαμασκός αρνείται “κάθε μορφή” αποκέντρωσης. Η περιοχή γύρω από τη Ντέιρ Χαφέρ, πάνω στη γραμμή που χωρίζει τον στρατό της νέας εξουσίας και τις SDF, έχει μετατραπεί σε θέατρο σποραδικών εχθροπραξιών, όπως παρατήρησε ο Ράμι Άμπντελ Ραχμάν.
Το Παρατηρητήριο ανέφερε επίσης “εχθροπραξίες” στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν “drones και βαριά όπλα” αφού ο στρατός έβαλε στο στόχαστρο θέσεις των SDF. Οι SDF δήλωσαν ότι “παρατάξεις πιστές στην Τουρκία που πρόσκεινται στην κυβέρνησης της Δαμασκού” εξαπέλυσαν πλήγματα με μη επανδρωμένα εναέρια οχήματα και πυροβολικό, “στοχοποιώντας εσκεμμένα σπίτια αμάχων”, και κατέγραψαν τον ίδιο απολογισμό επτά νεκρών. Ο μεταβατικός πρόεδρος Άχμεντ αλ Σάρα παραδέχθηκε το αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις και την παρέμβαση ξένων μεσολαβητών, δηλώνοντας ότι έκανε παραχωρήσεις για να αποφευχθεί επανέναρξη των μαχών. Οι SDF, με υποστήριξη συνασπισμού υπό την Ουάσιγκτον, διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο στην ήττα του Ισλαμικού Κράτους το 2019 και διατηρούν de facto αυτόνομες ζώνες.
Από μια καθήκοντική προοπτική, κάθε δράση που οδηγεί σε ουσιαστική βλάβη αμάχων παραβιάζει το θεμελιώδες καθήκον σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και δεν μπορεί να γίνει γενικός κανόνας. Οι ένοπλοι φορείς και η πολιτική ηγεσία οφείλουν να εφαρμόζουν χωρίς εξαιρέσεις το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, να εξασφαλίζουν ανεξάρτητο έλεγχο και λογοδοσία, και να προτάσσουν την προστασία αμάχων πάνω σε στρατηγικές επιδιώξεις. Πολιτικές λύσεις που σέβονται την αυτονομία, τη δικαιοσύνη και τη διαφάνεια, η μείωση χρήσης επιθετικών τεχνολογιών που πλήττουν οικισμούς, καθώς και επενδύσεις στην ανοικοδόμηση και την προστασία του περιβάλλοντος, είναι πράξεις καθήκοντος που θα βελτιώσουν την κοινωνία και θα μετριάσουν τον ανθρώπινο και οικολογικό κόστος των συγκρούσεων.