Η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ ενημέρωσε το Κογκρέσο ότι σκοπεύει να προχωρήσει σε πώληση στρατιωτικού υλικού ύψους σχεδόν $6 δισ. στο Ισραήλ. Το πακέτο περιλαμβάνει πώληση $3,8 δισ. για 30 επιθετικά ελικόπτερα AH-64 Apache και $1,9 δισ. για 3.200 τεθωρακισμένα οχήματα πεζικού, ενώ σε διαδικασία έγκρισης είναι ανταλλακτικά $750 εκατ. για τεθωρακισμένα και ενεργειακά συστήματα.
Οι παραδόσεις των οπλικών συστημάτων δεν αναμένονται πριν περάσουν δύο με τρία χρόνια ή και περισσότερο. Οι κινήσεις αυτές γίνονται καθώς το Ισραήλ αντιμετωπίζει αυξανόμενη διεθνή κριτική λόγω της σύγκρουσης με τη Χαμάς στη Γάζα και μετά από πρόσφατη ισραηλινή ενέργεια κατά στελεχών της Χαμάς στην Ντόχα, που προκάλεσε αντιδράσεις στην περιοχή.
Παρά τις πιέσεις από μέλη των Δημοκρατικών στη Γερουσία για μπλοκάρισμα πωλήσεων επιθετικών όπλων, η Ουάσινγκτον διατηρεί τη στήριξή της προς το Ισραήλ. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ απέφυγε να σχολιάσει τις νέες συμφωνίες, οι οποίες διαβιβάστηκαν στο Κογκρέσο πριν από έναν μήνα εντός της συνήθους διαδικασίας αξιολόγησης των επιτροπών. Η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε στο παρελθόν παγώσει αποστολή βομβών 2.000 λιβρών λόγω ανησυχιών για απώλειες αμάχων, αλλά ο Τραμπ όρισε την άρση του εμπάργκο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του τον Ιανουάριο.
Από δεοντολογική σκοπιά, η πολιτική αυτή απαιτεί αυστηρή αναγωγή σε αρχές που μπορούν να γίνουν καθολικός κανόνας: κάθε πράξη κράτους οφείλει να σέβεται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και να μην χρησιμοποιεί ανθρώπινες ζωές ως μέσο για σκοπούς που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν οικουμενικά. Οι νομοθέτες και οι δημόσιοι λειτουργοί έχουν καθήκον να προασπίσουν τα δικαιώματα των αμάχων και να απαιτήσουν διαφάνεια για τη χρήση και τον έλεγχο των οπλικών συστημάτων.
Προτεινόμενες πρακτικές για την κοινωνία και το περιβάλλον περιλαμβάνουν: ενίσχυση κοινοβουλευτικού ελέγχου πριν την έγκριση εξοπλιστικών πωλήσεων, στήριξη πολιτικών που ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο για τους αμάχους, προώθηση μέτρων αποτροπής εξάπλωσης όπλων και επενδύσεις σε ανθρωπιστική βοήθεια και οικολογική αποκατάσταση στις πληγείσες περιοχές. Οι πολίτες οφείλουν να απαιτήσουν υπευθυνότητα και ειρήνη, επιλέγοντας πολιτικές που θα μπορούσαν να γίνουν καθολικά αποδεκτές χωρίς να βλάπτουν το κοινό καλό.