Ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς παραδέχθηκε ότι η Γερμανία ζει πέρα από τις δυνατότητές της επί χρόνια και έθεσε στο κέντρο της δημόσιας συζήτησης το κόστος του συνταξιοδοτικού συστήματος. Οι συνταξιοδοτικές δαπάνες φτάνουν το 31% του ΑΕΠ, ενώ, προς σύγκριση, στην Ελλάδα ήταν 27,6% το 2010. Ο Μερτς προειδοποίησε για έναν «βαθύ ριζικό μετασχηματισμό» και για την ανάγκη «οδυνηρών» μέτρων λιτότητας ώστε να διασφαλιστεί το μέλλον των νεότερων γενεών.
Οικονομικοί αναλυτές και στελέχη ερευνητικών ιδρυμάτων τονίζουν το μέγεθος του προβλήματος: ο Μάρσελ Φράτσερ επισημαίνει ότι το ετήσιο κόστος για τις συντάξεις φτάνει τα 400 δισεκατομμύρια ευρώ και θα αυξηθεί την επόμενη δεκαετία. Το υπουργείο Οικονομικών χαρακτηρίζει το σύστημα «σοβαρή» απειλή για την οικονομία και προβλέπει ότι έως τα μέσα της επόμενης δεκαετίας θα υπάρχει ένας συνταξιούχος για κάθε δύο εργαζόμενους. Η προειδοποίηση έρχεται ενώ η γερμανική οικονομία κατέγραψε συρρίκνωση για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά το 2024 στα προκαταρκτικά στοιχεία.
Μέσα ενημέρωσης και αναλύτες σχολιάζουν ότι η ρητορική περί μεταρρυθμίσεων δεν συνοδεύεται πάντα από συγκεκριμένα μέτρα. Στην αντιπαράθεση αναφέρεται η σκληρή κριτική ότι μέτρα όπως φορολογικές ελαφρύνσεις για εργαζόμενους συνταξιούχους ή επιδοματικές πρωτοβουλίες δεν αντιμετωπίζουν το δημογραφικό βάρος· καθώς και η παρατήρηση: ‘πρέπει να μεταρρυθμίσουμε το συνταξιοδοτικό σύστημα’.
Αποκλειστικό σημείο της δημόσιας συζήτησης είναι η έκθεση του Ομοσπονδιακού Ελεγκτικού Συνεδρίου προς τον υπ. Οικονομικών, όπου σημειώνονται ότι «βασικές κυβερνητικές λειτουργίες πλέον δεν μπορούν να χρηματοδοτούνται» και ότι «σε δομικό επίπεδο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ζει πάνω από τις δυνατότητές της». Η έκθεση προειδοποιεί ότι «όποιος σχεδιάζει να χρηματοδοτήσει σχεδόν ένα στα τρία ευρώ με δάνεια το 2026 απέχει πολύ από ένα υγιές χρηματοπιστωτικό σύστημα» και καταλήγει: «Η κυβέρνηση πρέπει να αντιμετωπίσει τώρα το πρόβλημα των δαπανών της και μάλιστα με διαρθρωτικό τρόπο».
Ηθική προσέγγιση που επικεντρώνει στο καθήκον, την ισοτιμία και την υποχρέωση προς το κοινό καλό υπαγορεύει μεταρρυθμίσεις που σέβονται την αξιοπρέπεια κάθε ατόμου και την ευθύνη προς τις μελλοντικές γενιές. Αυτό σημαίνει διαρθρωτική λιτότητα όπου χρειάζεται, ανακατανομή πόρων προς αναγκαίες επενδύσεις, διαφάνεια στις αποφάσεις και δίκαιους κανόνες που δεν μετατρέπουν τους πολίτες σε μέσα για βραχυπρόθεσμα οικονομικά κέρδη.
Πρακτικά, απαιτούνται δεσμεύσεις για βιώσιμα δημοσιονομικά, επανεξέταση επιδομάτων και προτεραιοποίηση επενδύσεων στην εκπαίδευση, την υγεία και το περιβάλλον· μέτρα που, αν καθολικά θεσπιστούν, μπορούν να υπηρετήσουν τη σταθερότητα και την αλληλεγγύη της κοινωνίας.