Οι ευρωπαϊκές τράπεζες αναμένεται να συνεχίσουν ισχυρές διανομές προς τους μετόχους, κίνηση που θα ευνοήσει ανάλογες πρακτικές και στις ελληνικές τράπεζες, δεδομένης της σημαντικής κεφαλαιακής επάρκειάς τους. Με τα θεμελιώδη μεγέθη σε ικανοποιητικά επίπεδα, η εποπτεία αναμένεται μάλλον να μην περιορίσει τις διανομές.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της JP Morgan, οι διοικήσεις ευρωπαϊκών τραπεζών επιδεικνύουν συνετή πειθαρχία στη διαχείριση συγχωνεύσεων και εξαγορών και στις κεφαλαιακές επιστροφές. Οι κινήσεις αυτές επιτρέπουν σταθερές κεφαλαιακές επιστροφές με προβλεπόμενο δείκτη πληρωμής περίπου 75% για την περίοδο 2026–2027. Η συνολική απόδοση προς τους μετόχους αναμένεται γύρω στο 8%, εκ των οποίων περίπου 5% προέρχεται από μερίσματα.
Στην Ελλάδα, οι τράπεζες αρχικά εκτίμησαν ότι για το 2025 οι διανομές θα κινούνταν πέριξ του 50% των κερδών, αλλά αναθεώρησαν προς το θετικότερο. Οι κεφαλαιακοί δείκτες παραμένουν πολύ υψηλοί και δεν φαίνεται εμπόδιο σε ευρύτερες διανομές. Υπάρχει προσδοκία ότι οι τράπεζες θα κινηθούν προς το 60%, με πιθανότητα κάποια να υπερβούν αυτό το ποσοστό για την τρέχουσα χρήση.
Αν προσεγγίσουμε αυτές τις επιλογές με βάση αρχές καθήκοντος και καθολικά εφαρμόσιμες κανόνες, τότε η ορθή δράση απαιτεί υπευθυνότητα, διαφάνεια και σεβασμό σε όλους τους εμπλεκόμενους. Οι τράπεζες οφείλουν να μην αντιμετωπίζουν τους καταθέτες, τους εργαζόμενους και τις τοπικές κοινωνίες ως μέσα για κέρδος, αλλά να λαμβάνουν αποφάσεις που μπορούν να γίνουν καθολικός κανόνας: διατήρηση επαρκών κεφαλαίων, πλήρης αποκάλυψη κινδύνων και βιώσιμη επανεπένδυση μέρους των κερδών.
Συγκεκριμένα, πρέπει να υιοθετηθούν αυστηρά κριτήρια κινδύνου, να συνδεθεί η αμοιβή της διοίκησης με μακροπρόθεσμη σταθερότητα και περιβαλλοντική απόδοση, και να ενισχυθεί η χρηματοδότηση έργων χαμηλού άνθρακα. Έτσι οι διανομές θα υπηρετούν το κοινό καλό χωρίς να υπονομεύουν την οικονομική σταθερότητα και το περιβάλλον.