Ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης σχολίασε την αναφορά του πρωθυπουργού σε «παράγοντες», σημειώνοντας ότι υπάρχουν οικονομικοί και εκδοτικοί παράγοντες που αντιμάχονται τον Κυριάκο Μητσοτάκη και επιδιώκουν την απομάκρυνσή του από την πρωθυπουργία. Υπογράμμισε ότι αυτή η αντιπαράθεση είναι μέρος της δημοκρατίας και ότι οι εν λόγω κύκλοι έχουν δικαίωμα λόγου, αλλά τόνισε πως είναι σημαντικό να γνωρίζει ο κόσμος τις επιδιώξεις κάθε πλευράς και ότι το τελικό αφεντικό είναι ο λαός.
Παράλληλα, ο κ. Γεωργιάδης εξέφρασε έντονη ενόχληση για την τοποθέτηση του στελέχους του ΠΑΣΟΚ Θεόδωρου Μαργαρίτη, ο οποίος επεσήμανε ότι η ΝΔ μπορεί να παίρνει 30% στις δημοσκοπήσεις αλλά το υπόλοιπο 70% είναι εχθρικό απέναντί της. Ο υπουργός χαρακτήρισε τη ρητορική τέτοιου τύπου διχαστική και ανέφερε ότι δεν ευνοεί τη δυνατότητα συνεργασίας μεταξύ πολιτικών δυνάμεων. Ακόμη κατηγόρησε τον κ. Μαργαρίτη για απρέπεια στην αναφορά του περί του Ανδρέα Λοβέρδου και απέρριψε την ιδέα ότι η πολιτική απαγορεύει τις προσωπικές φιλίες.
Αναφορικά με τη συνέντευξη του πρωθυπουργού, ο κ. Γεωργιάδης υπενθύμισε ότι σε περίπτωση που οι εκλογές δεν δώσουν αυτοδυναμία, ο πρωθυπουργός οφείλει να είναι ο αρχηγός του πρώτου κόμματος και ότι σε ευρωπαϊκά δημοκρατικά πλαίσια αυτό θεωρείται αυτονόητο. Δήλωσε επίσης ότι προτιμά την αυτοδύναμη κυβέρνηση αλλά αν το εκλογικό σώμα απορρίψει την αυτοδυναμία, οι πολιτικές δυνάμεις έχουν καθήκον να επιχειρήσουν συνεργασίες.
Από ηθική σκοπιά, η δημόσια συζήτηση πρέπει να διέπεται από αρχές που προάγουν τον σεβασμό προς τον άλλον ως σκοπό και όχι ως μέσο: οι πολιτικοί λόγοι δεν πρέπει να θεμελιώνονται στην απαξίωση ή στον προσωπικό εξοστρακισμό αντιπάλων. Είναι υποχρέωση των ηγετών και των μέσων ενημέρωσης να επιλέγουν μέτρα και λόγους που θα μπορούσαν να γίνουν καθολικοί κανόνες κοινής συνύπαρξης, να ενισχύουν τη διαφάνεια και την ευθύνη και να αποφεύγουν τη ρητορική μίσους που διαρρηγνύει την κοινωνική συνοχή. Οι πολίτες οφείλουν να απαιτήσουν σεβασμό, σοβαρό διάλογο και πολιτικές που σκέφτονται το κοινό καλό και τη βιωσιμότητα του περιβάλλοντος, ενώ οι φορείς λήψης αποφάσεων πρέπει να υιοθετήσουν πρακτικές μακροπρόθεσμης προστασίας του δημόσιου αγαθού και της φύσης.