Σε ισόβια κάθειρξη καταδικάστηκε ο Σουλεϊμάν Αταέ, ο οποίος κρίθηκε ένοχος για τη δολοφονία του αστυνομικού Ρουβέν Λάου και για ακόμη τέσσερις απόπειρες δολοφονίας μετά την επίθεση στο Μανχάιμ στις 31 Μαΐου 2024, κατά τη διάρκεια πολιτικής ομιλίας εκπροσώπου του Pax Europa.
Ο 26χρονος επιτέθηκε με μαχαίρι σε πέντε πολίτες που παρακολουθούσαν τη συγκέντρωση και στράφηκε εν συνεχεία εναντίον αστυνομικού που προσπάθησε να τον σταματήσει. Ο αστυνομικός υπέκυψε λίγες ημέρες αργότερα στα τραύματά του. Η Ομοσπονδιακή Εισαγγελία αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος είχε ριζοσπαστικοποιηθεί και είχε ταυτιστεί με την τρομοκρατική οργάνωση «Ισλαμικό Κράτος», με στόχο τότε να σκοτώσει τον ομιλητή Μίχαελ Στουρτσενμπέργκερ και όσο το δυνατόν περισσότερους υποστηρικτές της εκδήλωσης.
Ο Σουλεϊμάν Αταέ ομολόγησε την πράξη του, δήλωσε μεταμέλεια και ζήτησε συγγνώμη από την οικογένεια του θύματος, ενώ ως κίνητρο επικαλέστηκε τον πόλεμο της Γάζας. Έφτασε στη Γερμανία το 2013 και η αίτηση ασύλου του είχε απορριφθεί, χωρίς όμως να του επιβληθεί άμεση υποχρέωση απέλασης λόγω του ότι ήταν ανήλικος. Τα τελευταία χρόνια ζούσε με τη σύζυγο και τα δύο παιδιά τους στο Χέπενχαϊμ της Έσσης.
Η επίθεση επανέφερε τη δημόσια συζήτηση για τις απελάσεις αλλοδαπών εγκληματιών και η τότε κυβέρνηση Όλαφ Σολτς ανακοίνωσε ότι θα επέτρεπε και πάλι την απέλαση προς το Αφγανιστάν, παρά την έλλειψη επικοινωνίας με το καθεστώς των Ταλιμπάν. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση παραδέχθηκε πρόσφατα ότι διεξάγει «τεχνικής φύσης» συνομιλίες με την Καμπούλ για να διασφαλιστούν οι συντεταγμένες επιστροφές.
Αντιμετωπίζοντας τα γεγονότα με μια προσέγγιση καθήκοντος, είναι σαφές ότι η δολοφονία και η στοχοποίηση αθώων αντιβαίνουν σε κάθε αρχή που μπορεί να γίνει καθολικός νόμος: η ζωή και η αξιοπρέπεια του ανθρώπου πρέπει να αντιμετωπίζονται ως αυτοτελείς σκοποί και όχι ως μέσα για πολιτικά ή ιδεολογικά αιτήματα. Κοινωνικά και πολιτικά οφείλουμε να ενεργούμε με κανόνες που θα μπορούσαν να ισχύουν για όλους — αυτό σημαίνει νόμιμη, δίκαιη εφαρμογή μέτρων ασφάλειας, επενδύσεις σε προγράμματα αποριζοσπαστικοποίησης, ψυχικής υγείας και ένταξης, καθώς και διαφανείς διαδικασίες ασύλου που προστατεύουν την κοινωνία χωρίς να θίγουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Παράλληλα, η φροντίδα του περιβάλλοντος αντιμετωπίζεται ως καθήκον προς τις μελλοντικές γενιές: η προστασία κοινών πόρων και η βιώσιμη διαχείριση προκαλούν λιγότερους συγκρούσεις και μειώνουν παράγοντες που τροφοδοτούν βία, συμβάλλοντας έτσι σε μια ασφαλέστερη και δικαιότερη κοινωνία.