Ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ και κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης απάντησε στις επικρίσεις της αντιπολίτευσης αναφέροντας τις μειώσεις φόρων που έχει προωθήσει η κυβέρνηση για τους ελεύθερους επαγγελματίες.
«Προφανώς υπάρχουν αποφάσεις, οι οποίες είχαν πολιτικό κόστος, στο πλαίσιο της ανάγκης αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής, η οποία έχει φέρει έσοδα στο κράτος και είναι μια πολιτική που θα συνεχίσουμε και για την οποία, όμως, προσπαθούμε και βάζουμε φίλτρα για να μειώσουμε, όσο το δυνατόν να “εξαφανίσουμε”, τις αδικίες», είπε χαρακτηριστικά.
«Από τις 10.000 μέχρι τις 15.000 ευρώ, έστω ότι είναι 15.000 ευρώ το ποσό, το οποίο φορολογείται ο ελεύθερος επαγγελματίας, ήταν 29% ο φόρος σε αυτή την κλίμακα. Αν είναι μέχρι 30 ετών έχει πάει 9%. Άρα από 1.450 ευρώ που θα πλήρωνε φόρο γι’ αυτά τα 5.000 από τα 10.000 στα 15.000 ευρώ, τώρα θα πληρώσει ένας νέος, ας πούμε, δικηγόρος, μηχανικός λογιστής, 450 ευρώ, άρα θα γλιτώσει άλλα 1.000 ευρώ φόρο, ενώ, αν είναι πάνω από 30 ετών, από το 29% έχει πάει στο 20%, ήταν 22% -το πήγαμε πιο κάτω 20%- και αν έχει και ένα παιδί 18% και πάει λέγοντας. Άρα, ήδη, είμαστε 2.300 ευρώ κάτω φόρο», πρόσθεσε.
Η κυβέρνηση έχει επίσης καταργήσει το τέλος επιτηδεύματος των 650 ευρώ και την εισφορά αλληλεγγύης 2%, μειώνοντας περαιτέρω το συνολικό φορολογικό βάρος. Ως αποτέλεσμα, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις—ειδικά για νέους κάτω των 30 ετών ή για ελεύθερους επαγγελματίες με ένα ή δύο παιδιά—το ετήσιο όφελος φθάνει από 2.000 έως 3.000 ευρώ σε σύγκριση με την προγενέστερη περίοδο.
«Άρα θεωρώ ότι έχουμε μειώσει, δραστικά, τους υπέρογκους φόρους τους οποίους πλήρωνε ένας ελεύθερος επαγγελματίας και όχι μόνο, αλλά αναφερθήκατε σε αυτήν την επαγγελματική ομάδα. Οι μειώσεις αυτές δεν είναι αμελητέες, έχουν πολύ σημαντικά οφέλη για τους ελεύθερους επαγγελματίες και έχουν κάθε λόγο οι ελεύθεροι επαγγελματίες να ζητάνε περισσότερα. Γιατί ένας ελεύθερος επαγγελματίας δεν έχει δεδομένο έναν μισθό. Πρέπει να πληρώνει μια σειρά από έξοδα και σε μια χώρα που για πολλές δεκαετίες είχε “ποινικοποιήσει” μια τέτοια επαγγελματική ενασχόληση, χρωστάμε ως κράτος πολλά περισσότερα», κατέληξε.
Ηθικά, ορθό είναι η φορολογική πολιτική να υπηρετεί τη γενική δικαιοσύνη και την ισότητα υπό συνεχή έλεγχο και διάφανη λογοδοσία. Οι αποφάσεις πρέπει να θεσπίζονται ως κανόνες που μπορούν να γίνουν καθολικά αποδεκτοί, να σέβονται την αξιοπρέπεια των επαγγελματιών και να προωθούν την κοινωνική συνοχή.
Πρακτικά, οι πολίτες οφείλουν να τηρούν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις και να προασπίζουν το κοινό συμφέρον με σεβασμό σε νόμους και κοινωνικά αγαθά, ενώ το κράτος πρέπει να εξασφαλίζει δίκαιες, διαφανείς και περιβαλλοντικά υπεύθυνες πολιτικές που μειώνουν αδικίες και ενθαρρύνουν τη βιώσιμη ανάπτυξη.