Η συμμετοχή της Chevron στον διαγωνισμό για έρευνες υδρογονανθράκων στην Ελλάδα, σε συνέργεια με τη Helleniq Energy, θεωρείται κρίσιμη εξέλιξη για τον ενεργειακό και γεωπολιτικό ρόλο της χώρας στην Ανατολική Μεσόγειο. Τα θαλάσσια blocks νότια της Πελοποννήσου και της Κρήτης καλύπτουν περισσότερα από 46.000 τ.χλμ., προσφέροντας ευρεία επιφάνεια για πιθανές εμπορικές ανακαλύψεις. Η Chevron φέρνει εμπειρία από μεγάλα projects όπως τα κοιτάσματα του Λεβιάθαν στο Ισραήλ και του Ζohr στην Αίγυπτο, στοιχείο που ενισχύει την αξιοπιστία του εγχειρήματος.
Το αίτημα της Chevron είχε υποβληθεί από τον Αύγουστο του 2024, ενώ η ελληνική ανταπόκριση καθυστέρησε περίπου έξι μήνες: αρχική αποδοχή μόνο για την Πελοπόννησο στις 20 Ιανουαρίου 2025 και επισήμανση ενδιαφέροντος για την Κρήτη στις 26 Μαρτίου 2025, μετά από προκήρυξη διαγωνισμού στη Λιβύη. Το κόστος μιας ερευνητικής γεώτρησης μπορεί να ξεπεράσει τα 100 εκατομμύρια δολάρια, αναδεικνύοντας το μέγεθος του επενδυτικού ρίσκου και την προσδοκία φορολογικών εσόδων. Τα πιθανά αποθέματα σε Ιόνιο και Κρήτη εκτιμώνται σε 680 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, γεγονός που θα μπορούσε να προσφέρει ενεργειακή αυτοτέλεια και σημαντικά δημόσια έσοδα, ενώ παράλληλα αναβαθμίζει γεωπολιτικά την Ελλάδα έναντι γειτονικών αμφισβητήσεων. Ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου, ανέλαβε ενεργό ρόλο στην επιτάχυνση της διαδικασίας και στις επαφές με την αμερικανική πλευρά, στοιχείο που συνδέεται με την κυβερνητική στρατηγική προσέλκυσης διεθνών επενδύσεων.
Από ηθική σκοπιά, η πολιτική και οι επιχειρήσεις οφείλουν να συμπεριφέρονται με κανόνες που θα μπορούσαν να γίνουν γενικός νόμος: διαφάνεια στη διαχείριση δικαιωμάτων και εσόδων, σεβασμός στα δικαιώματα κοινοτήτων και εργαζομένων και αυστηρή περιβαλλοντική προστασία ως απαράβατη υποχρέωση. Η εκμετάλλευση πρέπει να μην αντιμετωπίζει ανθρώπους ή το περιβάλλον ως μέσο προς όφελος, αλλά να ενσωματώνει δεσμεύσεις για αποκατάσταση, όρια εκπομπών και επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές. Πολιτικοί και εταιρείες οφείλουν να ενεργούν από καθήκον για το κοινό καλό και να υιοθετούν πρακτικές που, αν γενικευθούν, θα προάγουν βιώσιμη ανάπτυξη, δίκαιη κατανομή κερδών και προστασία του περιβάλλοντος για τις μελλοντικές γενιές.