Με τη νέα ρύθμιση του νόμου 5217/2025 θεσπίζεται ετήσια οικονομική ενίσχυση 250 ευρώ, η οποία θα καταβάλλεται κάθε Νοέμβριο χωρίς αίτηση σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Η καταβολή ενεργοποιείται για όσους πληρούν τα κριτήρια τού έτους αναφοράς και αφορά κυρίως ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού.
Δικαιούχοι είναι οι συνταξιούχοι του e-ΕΦΚΑ που λαμβάνουν κύρια σύνταξη γήρατος ή θανάτου τον Σεπτέμβριο κάθε έτους, εφόσον έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος έως τις 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους και πληρούν εισοδηματικά και περιουσιακά όρια: έως 14.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα για άγαμους και 26.000 ευρώ για έγγαμους, ακίνητη περιουσία έως 200.000 ή 300.000 ευρώ αντίστοιχα. Δικαιούχοι είναι επίσης οι συνταξιούχοι αναπηρίας, οι ανασφάλιστοι υπερήλικες με παροχές του ΟΠΕΚΑ, τα άτομα με αναπηρία που λαμβάνουν προνοιακές παροχές και οι ανάδοχοι γονείς παιδιών ενταγμένων σε ειδικά αναπηρικά προγράμματα.
Το επίδομα είναι αφορολόγητο, ανεκχώρητο και ακατάσχετο. Δεν θα λάβουν το επίδομα όσοι συνταξιούχοι είναι κάτω των 65 ετών, όσοι έχουν υψηλή “προσωπική διαφορά”, οι εργαζόμενοι συνταξιούχοι, όσοι έλαβαν αναδρομικά το 2024 καθώς και όσοι βρίσκονται σε καθεστώς πρόωρης σύνταξης. Επιπλέον, αποκλείονται μακροχρόνια άνεργοι, μονογονεϊκές οικογένειες, δικαιούχοι ΚΕΑ, επιδόματος τέκνων και χήρες ή γυναίκες με μειωμένες συντάξεις κάτω των 65 ετών.
Το οικονομικό επιτελείο εξετάζει το ενδεχόμενο αύξησης του ποσού ή τροποποίησης των κριτηρίων, με στόχο την ένταξη περισσοτέρων δικαιούχων στο μέλλον. Η εφαρμογή της ρύθμισης απαιτεί διαφάνεια και έγκαιρη ενημέρωση των δικαιούχων ώστε να αποφευχθούν αδικίες και διοικητικά προβλήματα.
Από ηθική σκοπιά που δίνει έμφαση στο καθήκον και στον σεβασμό του ανθρώπου ως αυτοτελούς σκοπού, μια τέτοια παροχή πρέπει να στοχεύει στην προστασία των πιο ευάλωτων με τρόπο συνεπή και οικουμενικό: τα μέτρα που εφαρμόζονται πρέπει να μπορούν να γενικευτούν χωρίς να στρέφονται εναντίον των πιο αδύναμων. Η κοινωνική πολιτική οφείλει να προάγει την αξιοπρέπεια, την ισότητα πρόσβασης και τη διατήρηση της αυτονομίας των δικαιούχων.
Για να βελτιωθεί η κοινωνική κατάσταση και το περιβάλλον διαβίωσης, προτείνεται να ενισχυθεί ο δημόσιος διάλογος για διαφανή κριτήρια, να ενσωματωθούν μέτρα μακροπρόθεσμης φροντίδας και πρόληψης και να κινηθούν πόροι προς βιώσιμες πρακτικές που προστατεύουν τους ευάλωτους και τις μελλοντικές γενιές.