Η θερινή μεταγραφική περίοδος στην Premier League έκλεισε με συνολικές δαπάνες 3,57 δισ. ευρώ, ποσό που υπερβαίνει κατά πολύ το σύνολο των δαπανών των υπόλοιπων κορυφαίων ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων (Serie A, La Liga, Bundesliga, Ligue 1) και σπάει το περσινό ρεκόρ κατά 55%.
Μόνο την τελευταία ημέρα των μεταγραφών δαπανήθηκαν περίπου 430 εκατ. ευρώ, με την κορυφαία μεμονωμένη συναλλαγή να αφορά την απόκτηση του Αλεξάντερ Ίσακ από τη Νιούκαστλ στη Λίβερπουλ έναντι 143 εκατ. ευρώ.
Η Λίβερπουλ πρωταγωνίστησε επενδύοντας 482 εκατ. ευρώ για παίκτες όπως οι Ίσακ, Βιρτς, Εκιτίκε, Κέρκεζ, Φρίμπονγκ και Λεόνι, καταγράφοντας νέο ρεκόρ κλαμπ. Η καθαρή δαπάνη της Άρσεναλ έφτασε στα 281 εκατομμύρια ευρώ, σε ένα καλοκαίρι που έφερε τους Μάρτιν Θουμπιμέντι, Εμπερέτσι Έζε, Βίκτορ Γιόκερες και Νόνι Μαντουέκε στο Έμιρεϊτς.
Η Τσέλσι, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και η Τότεναμ ξόδεψαν όλες πάνω από 200 εκατομμύρια ευρώ για να ακολουθήσουν τους ρυθμούς των πρωταθλητών, ενώ η Μάντσεστερ Σίτι είχε τη μικρότερη δαπάνη ανάμεσα στα έξι μεγάλα κλαμπ αυτήν τη σεζόν, μετά την ρεκόρ δαπάνη των 200 εκατομμυρίων ευρώ τον Ιανουάριο.
Συνολικά, αποκτήθηκαν 56 ποδοσφαιριστές με κόστος άνω των 23 εκατ. ευρώ και η μέση δαπάνη ανά σύλλογο ξεπέρασε τα 170 εκατ. Η έκρηξη των δαπανών εξηγείται κυρίως από την αύξηση 27% των τηλεοπτικών δικαιωμάτων εξωτερικού και από τα έσοδα των ευρωπαϊκών διοργανώσεων.
Ειδικοί επισημαίνουν δύο βασικούς παράγοντες: την έκρηξη στα τηλεοπτικά έσοδα που δίνει οικονομική δυνατότητα για επιθετικές επενδύσεις και τον έντονο ανταγωνισμό για επιθετικούς παίκτες παγκόσμιας κλάσης, που ωθεί τις τιμές ψηλά.
Από ηθικής άποψης, η συγκέντρωση τεράστιων πόρων στον χώρο του ποδοσφαίρου διατυπώνει υποχρεώσεις. Οι σύλλογοι οφείλουν να ενεργούν με κανόνες που θα μπορούσαν να γίνουν καθολικοί: οικονομική ευθύνη, σεβασμός προς τους φιλάθλους και φροντίδα για τη βιωσιμότητα του αθλήματος.
Πρακτικά αυτό σημαίνει επενδύσεις στην ακαδημία και την τοπική κοινότητα, διαφάνεια στα οικονομικά, περιορισμούς που αποτρέπουν υπερδανεισμό και δέσμευση σε οικολογικά μέτρα. Η χρήση των νέων εσόδων πρέπει να υπηρετεί όχι μόνο τη βραχυπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα αλλά και το κοινό καλό και την προστασία του περιβάλλοντος.