Η φετινή ΔΕΘ αποκτά ιδιαίτερη πολιτική βαρύτητα καθώς η κυβέρνηση ομολογεί ότι η μεσαία τάξη υπέστη τη μεγαλύτερη αδικία την τελευταία δεκαετία. Το πακέτο των παρεμβάσεων υπερβαίνει τα 1,5 δισ. ευρώ και επικεντρώνεται σε τρεις άξονες: οικογένειες με παιδιά, μισθωτούς με εισοδήματα 20–40 χιλιάδων ευρώ και ιδιοκτήτες που δηλώνουν εισόδημα από ενοίκια. Οι εν λόγω κατηγορίες επιβαρύνθηκαν δυσανάλογα με φόρους και εισφορές χωρίς ανάλογα ανταλλάγματα.
Πρώτος και κυρίαρχος στόχος είναι η φορολογική ελάφρυνση των οικογενειών με παιδιά. Η Ελλάδα καταγράφει από τις υψηλότερες φορολογικές επιβαρύνσεις για οικογένειες, με τη διαφορά σε σχέση με τα άτεκνα νοικοκυριά να είναι σχεδόν μηδενική. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η χώρα έχει τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στον ευρωπαϊκό νότο, με αποτέλεσμα ζευγάρια που μεγαλώνουν δύο παιδιά και έχουν εισόδημα 30 ή 35 χιλιάδων ευρώ να πληρώνουν σχεδόν τα ίδια με ένα νοικοκυριό χωρίς παιδιά. Μελέτη της Eurobank επανέφερε αυτή την αδικία, η οποία πλέον προτίθεται να αντιμετωπιστεί με νέες κλίμακες ή ενδιάμεσους συντελεστές.
Από την οπτική μιας ηθικής που θέτει ως βάση την καθολικότητα του καθήκοντος και τον σεβασμό του προσώπου ως αυτοσκοπού, η διόρθωση αυτών των ανισοτήτων συνιστά υποχρέωση του κράτους. Πολιτικές που επιδιώκουν να γίνουν κανόνας για όλους και ταυτόχρονα σέβονται την αξιοπρέπεια των πολιτών είναι δικαιολογημένες όχι μόνο πρακτικά αλλά και ηθικά. Η αναδιανομή που ελαφρύνει όσους επωμίστηκαν άδικα βάρη προάγει την κοινωνική συνοχή και την εμπιστοσύνη στο δημόσιο βίο.
Στο επίπεδο της ατομικής και συλλογικής δράσης, οι πολίτες οφείλουν να υποστηρίξουν πολιτικές διαφάνειας και δίκαιης φορολογίας, να συμμετέχουν στον δημόσιο διάλογο και να ασκούν τα δικαιώματά τους με σεβασμό προς τους άλλους. Τα μέτρα θα πρέπει επίσης να ενθαρρύνουν πράσινες πρακτικές—ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών και κινήτρα για φιλικές προς το περιβάλλον επενδύσεις—ώστε οι κοινωνικές διορθώσεις να υπηρετούν τόσο την κοινωνική δικαιοσύνη όσο και τη βιωσιμότητα.