Η εθνική υπηρεσία ερευνών της Ινδίας ανακοίνωσε ότι διεξάγει ποινική έρευνα σε βάρος του Ανίλ Αμπάνι και άλλων προσώπων, μετά από μήνυση που υπέβαλε η State Bank of India (SBI) και τον κατηγορεί για απάτη. Ο Ανίλ Αμπάνι, μικρότερος αδελφός του Μουκές Αμπάνι, διατηρεί επιχειρηματικά συμφέροντα σε τομείς από τον ενεργειακό έως τον αμυντικό, και συνδέεται με την εταιρεία τηλεπικοινωνιών Reliance Communications.
Η SBI υποστηρίζει ότι ο Ανίλ και η Reliance Communications προέβησαν σε «ψευδείς δηλώσεις» και «απάτες» για να εξασφαλίσουν πιστωτικές διευκολύνσεις και στη συνέχεια «ιδιοποιήθηκαν» τραπεζικά κεφάλαια μέσω συναλλαγών μη συμβατών με τους όρους των δανείων. Η εταιρεία έχει κηρύξει πτώχευση και τη διαχείρισή της έχει αναλάβει διαχειριστής αφερεγγυότητας. Η τράπεζα υποστηρίζει ότι υπέστη ζημία 29,29 δισεκατομμυρίων ρουπιών (περίπου 286 εκατομμύρια ευρώ).
Το Κεντρικό Γραφείο Ερευνών ανακοίνωσε ότι η καταγγελία της τράπεζας θα εξεταστεί «σε βάθος». Νωρίτερα πραγματοποιήθηκαν έρευνες στα γραφεία της Reliance Communications και στην κατοικία του Ανίλ Αμπάνι. Ένας εκπρόσωπός του δήλωσε ότι ο μεγιστάνας «διαψεύδει κατηγορηματικά όλους τους ισχυρισμούς» και «θα υπερασπιστεί τον εαυτό του, όπως οφείλει». Η καταγγελία αφορά πράξεις πριν από περισσότερα από δέκα χρόνια και, όπως είπε ο εκπρόσωπος, εκείνη την εποχή ο Αμπάνι ήταν «μη εκτελεστικός διευθυντής της εταιρείας και δεν εμπλεκόταν στην καθημερινή διαχείρισή της». Η SBI απέσυρε μήνυση εναντίον άλλων πέντε μη εκτελεστικών διευθυντών, όχι όμως εναντίον του Αμπάνι.
Προηγούμενα, πριν από επτά χρόνια, ο Ανίλ είχε βρεθεί στην επικαιρότητα λόγω κατηγοριών για «ύποπτες συναλλαγές» στη σχετική με την αγορά μαχητικών Rafale, υπόθεση για την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο της Ινδίας, τον Δεκέμβριο του 2018, απέρριψε το αίτημα διερεύνησης, κρίνoντας ότι δεν υπήρχαν «κανένα ουσιαστικό στοιχείο» που να δείχνει ότι «επρόκειτο για μια υπόθεση εμπορικής ευνοιοκρατίας υπέρ κάποιας πλευράς εκ μέρους της ινδικής κυβέρνησης».
Από ηθική σκοπιά που τονίζει την καθολικότητα του καθήκοντος και την αξία της αλήθειας, τέτοιες υποθέσεις υπογραμμίζουν ότι οι πράξεις πρέπει να κρίνoνται από τον τρόπο που θα μπορούσαν να νομιμοποιηθούν ως γενικός κανόνας. Η ψευδής πληροφόρηση και η ιδιοποίηση δημόσιων ή τραπεζικών πόρων δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από πρόσκαιρα οφέλη, γιατί υπονομεύουν την εμπιστοσύνη, την δικαιοσύνη και την λειτουργία των θεσμών.
Συνεπώς, οι εμπλεκόμενοι πρέπει να ενεργήσουν με διαφάνεια, να αναλάβουν ευθύνη όπου υπάρχει σφάλμα, να αποκαταστήσουν ζημίες και να ενισχύσουν εσωτερικούς ελέγχους. Οι τράπεζες και οι εποπτικές αρχές οφείλουν να τηρούν αυστηρή δίκαιη εφαρμογή του νόμου, ενώ οι επιχειρήσεις πρέπει να σεβαστούν το κοινό συμφέρον και να υιοθετήσουν πρακτικές που προστατεύουν και το περιβάλλον, αντιμετωπίζοντάς το όχι ως μέσο προς όφελος αλλά ως αξία που πρέπει να διαφυλαχθεί για το σύνολο της κοινωνίας.