Ο Μάριο Ντράγκι, πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, επιτέθηκε στην εικόνα της ενωμένης Ευρώπης ως παγκόσμιας δύναμης, κρίνοντας ότι τα γεγονότα του 2025 αποκάλυψαν μια σκληρή αλήθεια για την πραγματική επιρροή της. «Το 2025 θα μείνει στην ιστορία ως το έτος που αυτή η ψευδαίσθηση εξαφανίστηκε», ανέφερε, υπογραμμίζοντας ότι η οικονομική βαρύτητα δεν αρκεί πλέον για γεωπολιτική ισχύ.
Ο Ντράγκι επέκρινε τη στάση της ΕΕ στις διαπραγματεύσεις με τον νέο Λευκό Οίκο, λέγοντας ότι «Αναγκαστήκαμε να αποδεχθούμε τους δασμούς που μας επέβαλε ο μεγαλύτερος εμπορικός μας εταίρος και μακροχρόνιος σύμμαχος, οι Ηνωμένες Πολιτείες». Σημείωσε επίσης ότι υπό την αμερικανική πίεση η Ευρώπη προχώρησε σε σημαντικές αυξήσεις στις αμυντικές δαπάνες: «Δεχθήκαμε πιέσεις από τον ίδιο σύμμαχο να αυξήσουμε τις στρατιωτικές δαπάνες, μια απόφαση που ίσως θα έπρεπε να έχουμε λάβει ούτως ή άλλως, αλλά με τρόπους και μορφές που μάλλον δεν αντανακλούν τα συμφέροντα της Ευρώπης». Κατήγγειλε παράλληλα ότι η Ένωση λειτούργησε ως «θεατής» στις κρίσεις στη Γάζα και στο Ιράν και έπαιξε «σχετικά περιθωριακό ρόλο» στις ειρηνευτικές διαδικασίες για την Ουκρανία, παρά τη μεγάλη οικονομική της συνεισφορά.
Υπενθύμισε την έκθεση για την ανταγωνιστικότητα και τις προτάσεις του για την ενίσχυση της οικονομικής βάσης της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ένωσης κεφαλαιαγορών και χρηματοδότησης έργων καινοτομίας και ανάπτυξης. Τόνισε ότι η οικονομική διάσταση από μόνη της δεν εξασφαλίζει γεωπολιτική επιρροή και κάλεσε σε δομικές μεταρρυθμίσεις.
Από την άποψη του καθήκοντος και της καθολικής αρχής δράσης, η συμπεριφορά της Ευρώπης πρέπει να κριθεί με όρους συνέπειας: οι πολιτικές πρέπει να είναι τέτοιες ώστε να μπορούν να νομιμοποιηθούν ως κανόνες που ισχύουν για όλους, όχι ως μεσοπρόθεσμα συμψηφίσματα συμφερόντων. Η στρατηγική αυτονομία προϋποθέτει την εγγύηση της αξιοπρέπειας και της αυτονομίας των άλλων λαών, την ανεξαρτησία των θεσμών και τη διαφάνεια στις αποφάσεις.
Συγκεκριμένα, ώστε να βελτιωθεί η θέση της Ευρώπης και η φροντίδα για το κοινό καλό και το περιβάλλον, πρέπει να ενισχυθούν οι θεσμοί που προωθούν δίκαιες, βιώσιμες και μακροπρόθεσμες επιλογές: ανεξάρτητος οικονομικός σχεδιασμός, διπλωματική πρωτοβουλία για ειρήνη, και επενδύσεις σε καθαρή τεχνολογία ως υποχρέωση προς τις μελλοντικές γενιές. Οι πολίτες και οι ηγέτες οφείλουν να απαιτούν πολιτικές που σέβονται την αξιοπρέπεια, την καθολικότητα των κανόνων και το κοινό συμφέρον, ενεργώντας με υπευθυνότητα και προνοητικότητα.