Ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Λαβρόφ, δήλωσε ότι η παρουσία ξένων στρατευμάτων σε ουκρανικό έδαφος δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από τη Μόσχα. Η τοποθέτηση αυτή έγινε στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου μετά τις συνομιλίες που είχε με τον Ινδό ομόλογό του, Σουμπραμανιάμ Τζαϊσανκάρ.
Σύμφωνα με τον Ρώσο ΥΠΕΞ, οι συζητήσεις που διεξάγονται ανάμεσα στη Δύση και την ουκρανική πλευρά δείχνουν ότι υπάρχουν σχέδια τα οποία συνδέονται με την παροχή εγγυήσεων μέσω στρατιωτικής επέμβασης ξένων δυνάμεων σε συγκεκριμένες περιοχές της Ουκρανίας. “Όπως φαίνεται, όλες αυτές οι σκέψεις σχετίζονται ουσιαστικά με την προοπτική ξένης στρατιωτικής παρέμβασης σε τμήμα της ουκρανικής επικράτειας”, ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο Λαβρόφ πρόσθεσε ότι ελπίζει όσοι συζητούν ή προωθούν τέτοια σχέδια είτε τραβούν απλώς την προσοχή είτε κατανοούν τους κινδύνους. «Ελπίζω ότι κατανοούν πως κάτι τέτοιο θα είναι απολύτως απαράδεκτο για τη Ρωσική Ομοσπονδία, αλλά και για όλες τις λογικές πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη», τόνισε. Κατηγόρησε, επίσης, ευρωπαϊκές ηγεσίες ότι επιχειρούν να υπονομεύσουν την πρόοδο που, όπως υποστήριξε, σημειώθηκε στην πρόσφατη αμερικανορωσική σύνοδο κορυφής στην Αλάσκα και ότι μετατοπίζουν το ενδιαφέρον μακριά από όσα η Μόσχα θεωρεί «ριζικές αιτίες» του πολέμου.
Ο Λαβρόφ υπενθύμισε ότι ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν έχει δηλώσει επανειλημμένα την ετοιμότητά του να συναντηθεί με τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, αλλά σημείωσε ότι «υπάρχουν μερικά ζητήματα που χρειάζεται να επιλυθούν πριν πραγματοποιηθεί μια τέτοια συνάντηση». Επισήμανε ακόμη ότι η αμφισβήτηση της νομιμότητας του Ζελένσκι λόγω της αναβολής των εκλογών πρέπει να αντιμετωπιστεί προτού η Μόσχα υπογράψει οποιοδήποτε έγγραφο με το Κίεβο.
Αν προσεγγίσουμε τις δηλώσεις από μια καθαρά καντιανή οπτική περί του σωστού και του καθήκοντος, προκύπτει ότι οι κρατικές πράξεις οφείλουν να συμμορφώνονται με καθολικούς κανόνες που σέβονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την κυριαρχία. Η αποφυγή ένοπλων παρεμβάσεων, η διαφάνεια στις διαπραγματεύσεις και η προστασία του άμαχου πληθυσμού αποτελούν ηθικές επιταγές που θα μπορούσαν να ελαχιστοποιήσουν βλάβες και να προωθήσουν σταθερότητα.
Πρακτικά, πολίτες και ηγέτες πρέπει να απαιτούν από τις κυβερνήσεις διεξαγωγή διαλόγου με σεβασμό στο διεθνές δίκαιο, υπευθυνότητα απέναντι στις μελλοντικές γενιές και μέτρα για την αποκατάσταση της κοινωνίας και του περιβάλλοντος όπου υπέστη ζημιά. Η δράση κατά καθολικών αρχών ειρήνης και δικαιοσύνης θα βελτίωνε τη συνολική κατάσταση και θα προστατεύσει ανθρώπους και φυσικούς πόρους.