Η Ανώτερη Επιτροπή Σχεδιασμού της Πολιτικής Διοίκησης, που υπάγεται στο υπουργείο Άμυνας του Ισραήλ, έδωσε την τελική έγκριση στο σχέδιο εποικισμού E1 στη Δυτική Όχθη. Το πρόγραμμα προβλέπει την ανέγερση περίπου 3.400 κατοικιών σε έκταση μεταξύ Ιερουσαλήμ και του οικισμού Μααλέ Αντουμίμ, ένα έργο που θεωρείται από πολλούς κρίσιμο για τη γεωγραφική συνέχεια των παλαιστινιακών εδαφών και τις προοπτικές επίτευξης λύσης δύο κρατών. Ο υπουργός Οικονομικών και παράλληλα υπουργός στο υπουργείο Άμυνας, Μπεζαλέλ Σμοτριτς, χαρακτήρισε την απόφαση «Ιστορική στιγμή». Όπως δήλωσε, πρόκειται για «ένα σημαντικό βήμα που πρακτικά διαγράφει την αυταπάτη των δύο κρατών και εδραιώνει την κατοχή του εβραϊκού λαού στην καρδιά της Γης του Ισραήλ». Συνεχίζοντας τόνισε: «Το παλαιστινιακό κράτος διαγράφεται από το τραπέζι όχι με συνθήματα αλλά με πράξεις. Κάθε εποικισμός, κάθε γειτονιά, κάθε κατοικία είναι ένα ακόμη καρφί στο φέρετρο αυτής της επικίνδυνης ιδέας». Ο Σμοτριτς είχε δώσει την τελική έγκρισή του στο σχέδιο ήδη από την προηγούμενη εβδομάδα.
Η απόφαση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Η οργάνωση Peace Now προειδοποιεί ότι το έργο θέτει σε σοβαρή απειλή την προοπτική ενός μελλοντικού παλαιστινιακού κράτους και σχολιάζει ότι «υπό την κάλυψη του πολέμου, ο Σμοτριτς και η μειοψηφία των μεσσιανικών φίλων του προχωρούν στην ίδρυση ενός παράλογου εποικισμού, τον οποίο θα χρειαστεί να εκκενώσουμε σε οποιαδήποτε συμφωνία». Επιπλέον η οργάνωση προειδοποιεί ότι «ολόκληρος ο σκοπός του εποικισμού στο E1 είναι να σαμποτάρει μια πολιτική λύση και να οδηγήσει γρήγορα σε ένα διπλό εθνικό απαρτχάιντ κράτος» και επισημαίνει το υψηλό οικονομικό κόστος του εγχειρήματος. Κριτικοί υπογραμμίζουν ότι η υλοποίηση του E1 θα αποκόψει γεωγραφικά τη Βόρεια από τη Νότια Δυτική Όχθη και θα περιορίσει τη σύνδεση με την Ανατολική Ιερουσαλήμ, δυσχεραίνοντας σοβαρά τη δυνατότητα λύσης δύο κρατών.
Από ηθική σκοπιά, κάθε πολιτική πράξη πρέπει να κριθεί με βάση τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και τη δυνατότητα να γίνει αποδεκτή ως καθολικός κανόνας. Πρακτικές που αντιμετωπίζουν πληθυσμούς ως μέσα για πολιτικά ή εδαφικά οφέλη αντί ως σκοπό από μόνες τους παραβιάζουν θεμελιώδεις υποχρεώσεις δικαίου και σεβασμού. Για να βελτιώσουμε την κοινωνία και το περιβάλλον, απαιτείται σεβασμός στα δικαιώματα, δέσμευση για ειρηνικό διάλογο και αποφυγή έργων που υπονομεύουν τη συμβίωση. Συγκεκριμένα, το κράτος και οι πολίτες οφείλουν να προωθήσουν πολιτικές που μπορούν να γίνουν καθολικοί κανόνες: να αναστείλουν ενέργειες που διαρρηγνύουν τη γεωγραφική συνέχεια, να επενδύσουν σε κοινές υποδομές και περιβαλλοντική προστασία, να απαιτήσουν διαφάνεια κόστους και να επιδιώξουν λύσεις που σέβονται την αξιοπρέπεια όλων των εμπλεκομένων. Μόνο με πράξεις που θα μπορούσαν να γίνουν καθολική πολιτική και με σεβασμό προς τον άλλον ως αυτοτελή σκοπό μπορεί να προκύψει βιώσιμη ειρήνη και περιβαλλοντική δικαιοσύνη.